Τμήματα

Μελανινοκυτταρικός σπίλος

Οι μελανινοκυτταρικοί σπίλοι (ελιές) είναι συνήθεις καλοήθεις όγκοι, που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των μελανινοκυττάρων του δέρματος. Πρόκειται για επίκτητες, μελαγχρωματικές κηλίδες ή βλατίδες αποτελούμενες από ομάδες σπιλοκυττάρων στην επιδερμίδα, στο χόριο ή σπάνια στον υποδόριο ιστό.

Οι κοινοί επίκτητοι σπίλοι παρουσιάζουν οικογενή κατανομή.

Οι βλάβες αυτές εμφανίζονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και φτάνουν στο μέγιστο στη νεαρή ενήλικη ζωή. Παρατηρείται σταδιακή υποστροφή των βλαβών και οι περισσότερες εξαφανίζονται ως την ηλικία των 60 ετών. Είναι αυμπτωματικοί.Ανάλογα με την εντόπιση των σπιλοκυττάρων διακρίνονται σε συνδεσμικούς, μικτούς και χοριακούς μελανινοκυτταρικούς σπίλους.

Ενδείξεις για αφαίρεση των επίκτητων μελανινοκυτταρικών σπίλων αποτελούν:

  • Η εντόπιση: βλάβες στο τριχωτό της κεφαλής (δυσχερής παρακολούθηση), στα πέλματα και στην πρωκτογεννητική χώρα
  • Το χρώμα: αν το χρώμα είναι ή γίνει ποικιλόμορφο
  • Η παρυφή: αν υπάρχει ή δημιουργηθεί ακανόνιστη παρυφή
  • Τα συμπτώματα: αν η βλάβη προκαλεί επίμονο κνησμό, πόνο ή αιμορραγεί.

Οι ηλιακές φακές αποτελούν υπερπλασία των μελανινοκυττάρων εξαιτίας χρόνιας έκθεσης στο ηλιακό φως. Εμφανίζονται συνήθως σε ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες (φωτοτύπους I  και III κατά Fitzpatrick) με ιστορικό χρόνιας ηλιακής έκθεσης. Οι βλάβες είναι κηλιδώδεις, με χρώμα που κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καστανό.

Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εικόνα: παρουσία επίπεδων, ωοειδών, υπερχρωματικών κηλίδων, κυρίως σε εκτεθειμένες στον ήλιο περιοχές, όπως το πρόσωπο, η ραχιαία επιφάνεια άκρων χειρών, οι ώμοι και η ράχη.

Θεραπεία δε χρειάζεται, παρά μόνο για αισθητικούς λόγους. Υγρό άζωτο μπορεί να εφαρμοστεί για λιγότερο από 5 δευτερόλεπτα επάνω στις βλάβες, εάν ζητηθεί θεραπεία από τον ασθενή. Τα μελανινοκύτταρα είναι πολύ ευαίσθητα στο υγρό άζωτο και καταστρέφονται εύκολα με μικρές ποσότητες και λίγες επαναλήψεις βραχείας διάρκειας. Οι βλάβες ίσως επουλωθούν με συνοδό υπομελάγχρωση.

Πρέπει να συνίσταται στους ασθενείς να χρησιμοποιούν αντηλιακή προστασία, η οποία αποτρέπει το σχηματισμό ηλιακών φακών, χωρίς να βοηθά στην υποχώρηση των ήδη υπαρχουσών. Η χρήση κρέμας υδροκινόνης 4% μπορεί να βοηθήσει στη λεύκανση των βλαβών.

Οι σμηγματορροϊκές υπερκερατώσεις είναι συνήθεις επιδερμιδικοί όγκοι, που αναπτύσσονται συνήθως σε ηλικία μετά τα 50 έτη και περιστασιακά στη νεαρή ενήλικη ζωή. Αντιπροσωπεύουν καλοήθη πολλαπλασιασμό άωρων κερατινοκυττάρων. Ο αριθμός τους ποικίλει από μεμονωμένες έως πολλαπλές βλάβες. Πιθανότατα κληρονομούνται με τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και δεν υπάρχει τρόπος πρόληψης για την εμφάνιση νέων βλαβών.

Το σημείο Leser-Trelat περιγράφει την αιφνίδια εμφάνιση πολλαπλών σμηγματορροϊκών  υπερκερατώσεων και σχετίζεται με ποικιλία κακοήθων όγκων, όπως καρκίνο του γαστρεντερικού συστήματος και των πνευμόνων.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι σμηγματορροϊκές υπερκερατώσεις είναι καλοήθεις βλάβες. Παρ’ όλα αυτά, έχουν συσχετιστεί με ένα μεγάλο αριθμό κακοηθειών του δέρματος, συνηθέστερα με το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και λιγότερο συχνά με το μελάνωμα.

Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στην κλινική τους εικόνα: «προσκολλημένες», μυρμηκιώδεις,  καλά περιγεγραμμένες βλάβες, συχνότερα εντοπιζόμενες στον κορμό, στο πρόσωπο και στα άνω άκρα. Με το μεγεθυντικό φακό συχνά αναδεικνύονται κεράτινες κύστεις. Η βιοψία απαιτείται σε περίπτωση δυσχερούς διάγνωσης.

Η διαφοροδιάγνωση θα πρέπει να γίνει από:

  • Σπίλους, οι οποίοι δεν παρουσιάζουν προσκολλημένη, μυρμηκιώδη και λεπιδώδη εμφάνιση
  • Μελάνωμα, το οποίο διαφέρει επίσης στην εμφάνιση και παρουσιάζει ασαφή όρια, ασυμμετρία και ιστορικό αιφνίδιων μεταβολών στα κλινικά χαρακτηριστικά του
  • Βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, το οποίο παρουσιάζει διεσταλμένα τριχοειδή στην επιφάνειά του και ίσως εξέλκωση.

Δεν ενδείκνυται θεραπεία των βλαβών, παρά μόνο αυτών που δίνουν συμπτώματα ή είναι αισθητικά μη αποδεκτές. Υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές:

  • Θεραπεία με υγρό άζωτο: είναι συνήθως επιτυχής, ενώ η υπομελάγχρωση είναι πιθανή μετά τη θεραπεία.
  • Θεραπεία με υγρό άζωτο και απόξεση είναι χρήσιμη για πιο λεπτές βλάβες
  • Επιφανειακή αφαίρεση με ψαλίδι ή απόξεση μετά από τοπική αναισθησία με λιδοκαϊνη 1%
  • Ηλεκτροχειρουργική ως μονοθεραπεία ή συνοδευόμενη από απόξεση
  • Χειρουργική αφαίρεση με νυστέρι σε βάθος υποδόριου λίπους ακολουθούμενη από ιστοπαθολογική εξέταση ενδείκνυται για αποκλεισμό μελανώματος ή βασικοκυτταρικού καρκινώματος.

Ο ακροχόρδων γνωστός και ως δερματικό θήλωμα ή μαλακό ίνωμα είναι εξωφυτική βλάβη, που αναπτύσσεται   σε έδαφος υγιούς δέρματος. Πρόκειται για μαλακό, καστανό ή στο χρώμα του δέρματος, στρογγυλό ή ωοειδές, μισχωτό θήλωμα με στενή βάση και μέγεθος, που κυμαίνεται από 1-10mm. Εμφανίζεται στο 25% των ενηλίκων και η συχνότητα εμφάνισης αυξάνει με την ηλικία.

Υπάρχει οικογενής προδιάθεση στην εμφάνιση των βλαβών. Παρατηρούνται συχνότερα σε γυναίκες, παχύσαρκα άτομα και κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, ενώ μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα με το πέρας του τοκετού.

Συχνότερες θέσεις εντόπισης είναι οι πτυχές, όπως μασχάλες, τράχηλος, υπομαζική χώρα και μηρογεννητικές πτυχές. Δεν προκαλούν κάποιο σύμπτωμα, αλλά καθίστανται συμπτωματικές σε περίπτωση συνεχούς τριβής και τραυματισμού τους.

Η διάγνωση των θηλωμάτων γίνεται κλινικά. Πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από:

  • Νευροϊνώματα, τα οποία είναι συνήθως μεγαλύτερα σε μέγεθος και πιο σταθερά (όχι τόσο ευκίνητα)
  • Μισχωτούς σπίλους, από τους οποίους μπορεί να διαφέρουν μόνο ιστολογικά

Θεραπεία ενδείκνυται μόνο όταν οι βλάβες ερεθιστούν ή για λόγους αισθητικούς. Οι θεραπευτικές επιλογές είναι οι παρακάτω:

  • Απλή αφαίρεση με λαβίδα ή ψαλίδι. Μόνο μεγάλες σε μέγεθος βλάβες ίσως χρειαστούν ράμμα
  • Κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο
  • Ηλεκτροχειρουργική

Συνήθως οι ασθενείς με προδιάθεση εμφανίζουν νέες βλάβες, ενώ οι υποτροπές είναι λιγότερο συχνές.

Κερασόχροο αιμαγγείωμα

Τα κερασοχροα αιμαγγειώματα είναι συχνές, ασυμπτωματικές, θολωτές, ερυθρές έως ιώδεις βλάβες, που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των τριχοειδών αγγείων.  Εμφανίζονται συνήθως στη μέση ενήλικη ζωή και αυξάνουν με την ηλικία. Εντοπίζονται κυρίως στον κορμό.

Τα κερασόχροα αιμαγγειώμα  πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από το σπίλο του Spitz, ένα ερυθηματώδες, μεμονωμένο θολωτό οζίδιο, το οποίο εμφανίζεται κυρίως στην παιδική ηλικία. Πολλές φορές συγχέεται επίσης με το αμελανωτικό μελάνωμα, βλάβη με εύθραυστη επιφάνεια και αιφνίδιες μεταβολές στο μέγεθος και στα όριά του.

Η θεραπεία δεν είναι απαραίτητη, παρά μόνο για αισθητικούς λόγους. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται, ότι αυτή δεν αποτρέπει από μελλοντική εμφάνιση νέων βλαβών σε άλλα σημεία.

Οι τρόποι θεραπείας περιγράφονται παρακάτω:

  • Μικρές βλάβες μπορούν να ηλεκτροκαυτηριαστούν μετά από τοπική αναισθησία με λιδοκαϊνη.
  • Ο συνδυασμός επιφανειακής αφαίρεσης και ηλεκτροχειρουργικής ενδείκνυται για μεγαλύτερες βλάβες
  • Η θεραπεία με pulsed dye laser μπορεί να εφαρμοστεί με πολύ καλά αποτελέσματα.

Πυογόνο κοκκιώμα

Το πυογόνο κοκκίωμα είναι ένας καλοήθης αγγειακός όγκος του δέρματος ή των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από γρήγορη ανάπτυξη και εύθραυστη επιφάνεια, η οποία αιμορραγεί μετά από μικρό τραυματισμό. Εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες, με μέγιστη επίπτωση στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής. Είναι αγνώστου αιτιολογίας. Αναφερόμενοι εκλυτικοί παράγοντες είναι το τραύμα και κάποια φάρμακα.

Επειδή πολλές φορές το πυογόνο κοκκίωμα δεν μπορεί να διακριθεί από το πρωτοπαθές, δευτεροπαθές ή αμελανωτικό μελάνωμα, η βλάβη πρέπει να αποστέλλεται για ιστοπαθολογική εξέταση. Η βλάβη μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά μετά την απομάκρυνση του μεγαλύτερου τμήματός της με απόξεση ή εκτομή με ψαλίδι ή νυστέρι. Η βάση της βλάβης καταστρέφεται με ηλεκτροκαυτηρίαση ή laser.

Φλεβική λίμνη

Η φλεβική λίμνη είναι ένα διατεταμένο φλεβίδιο, που εμφανίζεται στο πρόσωπο, στα χείλη και αυτιά ηλικιωμένων ατόμων. Οι βλάβες αιμορραγούν εύκολα κατόπιν μικρού τραυματισμού.

Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα: ιώδεις, ασυμπτωματικές, μαλακές βλατίδες, που εξαφανίζονται με πίεση. Η διαφοροδιάγνωση θα πρέπει να γίνει από τον κυανό σπίλο, ο οποίος έχει διαφορετική συνήθως εντόπιση και δεν εξαφανίζεται με την πίεση. Το οζώδες μελάνωμα μπορεί επίσης να διαγνωστεί λανθασμένα ως φλεβική λίμνη.

Ηλεκτροκαυτηρίαση κατόπιν τοπικής αναισθησίας μπορεί να γίνει με σκοπό την καταστροφή των βλαβών για αισθητικούς λόγους. Αποτελεσματικό επίσης είναι και το pulsed dye laser, το οποίο εξαφανίζει τις αγγειακές βλάβες, χωρίς καταλειπόμενη ουλή.

Το δερματοϊνωμα αντιπροσωπεύει μία καλοήθη βλάβη, απότοκο πολλαπλασιασμού ινοβλαστών. Μπορεί να είναι ιδιοπαθής ή να παρατηρείται μετά από μικρό τραυματισμό ή δήγμα εντόμου. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν συνήθως μια μεμονωμένη βλάβη, ενώ  κάποιοι μπορεί να παρουσιάζουν ταυτόχρονα πάνω από 10 σε αριθμό.

Τα δερματοϊνώματα είναι σταθερά, συνήθως υπερμελαγχρωματικά οζίδια, εντοπιζόμενα κυρίως στα κάτω άκρα. Εμφανίζονται συχνότερα σε ενήλικες. Γενικά δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Κάποιοι ασθενείς παραπονούνται σπάνια για κνησμό.

Αναγνωρίζονται ως διακριτές, σταθερές βλάβες, με μέγεθος από 0.3-1cm σε διάμετρο. Έχουν το χρώμα του δέρματος, ρόδινο ή καστανό και παρουσιάζουν εντύπωμα με την πλάγια πίεση τους. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα.

Τα δερματοϊνώματα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από α) σπίλους, οι οποίοι δεν παρουσιάζουν το σημείο του εντυπώματος, β) βασικοκυτταρικά καρκινώματα, γ) ουλές, δ) πρωτοπαθές κακόηθες μελάνωμα και ε) μεταστατικό καρκίνωμα.

Συνήθως δεν απαιτείται θεραπεία, ειδικά αν η βλάβη είναι ασυμπτωματική. Σε περίπτωση όμως παρουσίας συμπτωμάτων ή μη αισθητικής αποδοχής από τον ασθενή, οι βλάβες μπορούν να αντιμετωπιστούν με κρυοθεραπεία ή με χειρουργική αφαίρεση. Συνήθως δεν ενδείκνυται η δεύτερη, γιατί η καταλειπόμενη ουλή είναι συχνά λιγότερο αισθητικά αποδεκτή από την αρχική βλάβη.

Επιδερμοειδής κύστη

Η επιδερμιδική κύστη είναι γνωστή και ως σμηγματογόνος κύστη ή επιδερμική κύστη. Είναι η συχνότερη κύστη προερχόμενη από την επιδερμίδα ή το επιθήλιο του τριχικού θυλάκου. Σχηματίζεται από κυστικό εγκλεισμό του επιθηλίου εντός του χορίου και πληρούται από κερατίνη. Εξαιτίας του λεπτού τοιχώματος η ρήξη  είναι συχνή, οπότε δημιουργείται επώδυνη φλεγμονώδης μάζα.

Οι βλάβες μπορεί να παραμένουν σταθερές σε μέγεθος ή να μεγαλώνουν σταδιακά.

Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εικόνα και την ψηλάφηση μιας διακριτής και ευκίνητης κύστης ή οζιδίου. Οι βλάβες πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από τις τριχικές κύστεις, οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα στο πρόσωπο και στο τριχωτό της κεφαλής και προέρχονται  από το έξω έλυτρο της ρίζας του τριχικού θυλάκου.

Οι φλεγμονώδεις επιδερμοειδείς κύστεις είναι άσηπτες και θεραπεύονται αυτόματα, χωρίς αντιβιοτική θεραπεία. Η ενδοβλαβική έγχυση γλυκοκορτικοστεροειδούς σε μικρές ποσότητες μπορεί να επιταχύνει την υποχώρηση της φλεγμονής και τη δευτεροπαθή επιμόλυνσή της, η οποία θα χρειαστεί διάνοιξη και παροχέτευση.

Η χειρουργική αφαίρεση είναι η ενδεικνυόμενη θεραπεία της επιδερμοειδούς κύστης. Σε περίπτωση φλεγμονής αυτής, το τοίχωμά της γίνεται ιδιαίτερα εύθρυπτο, πράγμα που καθιστά δύσκολη την αφαίρεσή της. Γι ‘ αυτό ο χρόνος που πρέπει να μεσολαβεί από την υποχώρηση της φλεγμονής μέχρι τη χειρουργική θεραπεία της είναι 4-6 βδομάδες.

Οι κύστεις, που έχουν δευτεροπαθώς επιμολυνθεί, είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος, γίνονται πιο ερυθηματώδεις, είναι αρκετά επώδυνες και έχουν πυώδες περιεχόμενο. Στην περίπτωση αυτή απαιτούν διάνοιξη με νυστέρι και παροχέτευση του περιεχομένου τους, μετά από τοπική αναισθησία.

Η παρουσία εξεσημασμένης περιφερικής κυτταρίτιδας ή κύστεων, που δεν ανταποκρίνονται στην παροχέτευση, ίσως χρειαστούν αντιβιοτική αγωγή, παρ’ όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις οι βλάβες είναι άσηπτες.

Τριχικές κύστεις

Οι τριχικές κύστεις μοιάζουν με τις επιδερμοειδείς. Πρόκειται για σταθερά, αργά αναπτυσσόμενα, υποδόρια οζίδια. Παρατηρούνται συχνότερα στο τριχωτό της κεφαλής και κατά τη μέση ηλικία, συχνότερα σε γυναίκες. Είναι συχνά οικογενείς, μονήρεις ή πολλαπλές. Οι κύστεις συνήθως μεγαλώνουν σταδιακά και ξεπερνούν σε μέγεθος τα 5cm.

Η θεραπεία των τριχικών κύστεων συνίσταται σε χειρουργική αφαίρεση αυτών, η οποία είναι ευκολότερη, λόγω του παχύτερου τοιχώματός τους και κατ’ επέκταση του μειωμένου κινδύνου ρήξης αυτού.

Σμηγματογόνος υπερπλασία

Η σμηγματογόνος υπερπλασία είναι μια συχνή βλάβη του δέρματος, που οφείλεται σε υπερπλασία των σμηγματογόνων αδένων. Οι βλάβες εντοπίζονται κυρίως στη μέση γραμμή του προσώπου των ενηλίκων.

Η διάγνωση γίνεται από τα κλινικά χαρακτηριστικά των βλαβών: κίτρινου χρώματος, μεμονωμένες βλατίδες στο πρόσωπο ενήλικα, χωρίς πρόσφατες ή αιφνίδιες μεταβολές στην εικόνα τους. Οι βλάβες πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από βασικοκυτταρικά καρκινώματα, τα οποία συνήθως μεταβάλλονται σε μέγεθος και δεν έχουν κίτρινο χρώμα.

Εάν ο ασθενής επιθυμεί για αισθητικούς λόγους θεραπεία των βλαβών, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ηλεκτροκαυτηρίαση αυτών. Γίνεται τοπική αναισθησία με λιδοκαϊνη 1% και καυτηριάζονται οι βλάβες με μικρή ενέργεια, προς αποφυγή πρόκλησης ουλών. Ο «καμμένος» πια ιστός απομακρύνεται με τη βοήθεια ενός ξέστρου. Εναλλακτικά, μεμονωμένες, μεγάλες βλάβες μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά επιφανειακά. Το τριχλωροξικό οξύ 35% μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, για να  καταστρέψει τις βλάβες, με μεγάλο όμως κίνδυνο υπομελάγχρωσης ακόμα και με μία εφαρμογή του. Για διάχυτες βλάβες κατάλληλη είναι η θεραπεία με laser CO2 ή και η δερμοαπόξεση.

Kεγχρία

Το κεγχρίο είναι μια επιδερμιδική κύστη, λευκή έως κίτρινη, μερικών χιλιοστών, που περιέχει κεράτινο υλικό. Εντοπίζεται στα βλέφαρα, στις παρειές και στο μέτωπο. Οι βλάβες είναι πολλαπλές και εμφανίζονται σε οποιαδήποτε ηλικία. Διάνοιξη και εξαγωγή του κεράτινου περιεχομένου τους αποτελεί την ενδεικνυόμενη θεραπεία.

Επιδερμοειδής κύστη

Η επιδερμιδική κύστη είναι γνωστή και ως σμηγματογόνος κύστη ή επιδερμική κύστη. Είναι η συχνότερη κύστη προερχόμενη από την επιδερμίδα ή το επιθήλιο του τριχικού θυλάκου. Σχηματίζεται από κυστικό εγκλεισμό του επιθηλίου εντός του χορίου και πληρούται από κερατίνη. Εξαιτίας του λεπτού τοιχώματος η ρήξη  είναι συχνή, οπότε δημιουργείται επώδυνη φλεγμονώδης μάζα.

Οι βλάβες μπορεί να παραμένουν σταθερές σε μέγεθος ή να μεγαλώνουν σταδιακά.

Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εικόνα και την ψηλάφηση μιας διακριτής και ευκίνητης κύστης ή οζιδίου. Οι βλάβες πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από τις τριχικές κύστεις, οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα στο πρόσωπο και στο τριχωτό της κεφαλής και προέρχονται  από το έξω έλυτρο της ρίζας του τριχικού θυλάκου.

Οι φλεγμονώδεις επιδερμοειδείς κύστεις είναι άσηπτες και θεραπεύονται αυτόματα, χωρίς αντιβιοτική θεραπεία. Η ενδοβλαβική έγχυση γλυκοκορτικοστεροειδούς σε μικρές ποσότητες μπορεί να επιταχύνει την υποχώρηση της φλεγμονής και τη δευτεροπαθή επιμόλυνσή της, η οποία θα χρειαστεί διάνοιξη και παροχέτευση.

Η χειρουργική αφαίρεση είναι η ενδεικνυόμενη θεραπεία της επιδερμοειδούς κύστης. Σε περίπτωση φλεγμονής αυτής, το τοίχωμά της γίνεται ιδιαίτερα εύθρυπτο, πράγμα που καθιστά δύσκολη την αφαίρεσή της. Γι ‘ αυτό ο χρόνος που πρέπει να μεσολαβεί από την υποχώρηση της φλεγμονής μέχρι τη χειρουργική θεραπεία της είναι 4-6 βδομάδες.

Οι κύστεις, που έχουν δευτεροπαθώς επιμολυνθεί, είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος, γίνονται πιο ερυθηματώδεις, είναι αρκετά επώδυνες και έχουν πυώδες περιεχόμενο. Στην περίπτωση αυτή απαιτούν διάνοιξη με νυστέρι και παροχέτευση του περιεχομένου τους, μετά από τοπική αναισθησία.

Η παρουσία εξεσημασμένης περιφερικής κυτταρίτιδας ή κύστεων, που δεν ανταποκρίνονται στην παροχέτευση, ίσως χρειαστούν αντιβιοτική αγωγή, παρ’ όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις οι βλάβες είναι άσηπτες.

Τριχικές κύστεις

Οι τριχικές κύστεις μοιάζουν με τις επιδερμοειδείς. Πρόκειται για σταθερά, αργά αναπτυσσόμενα, υποδόρια οζίδια. Παρατηρούνται συχνότερα στο τριχωτό της κεφαλής και κατά τη μέση ηλικία, συχνότερα σε γυναίκες. Είναι συχνά οικογενείς, μονήρεις ή πολλαπλές. Οι κύστεις συνήθως μεγαλώνουν σταδιακά και ξεπερνούν σε μέγεθος τα 5cm.

Η θεραπεία των τριχικών κύστεων συνίσταται σε χειρουργική αφαίρεση αυτών, η οποία είναι ευκολότερη, λόγω του παχύτερου τοιχώματός τους και κατ’ επέκταση του μειωμένου κινδύνου ρήξης αυτού.

Σμηγματογόνος υπερπλασία

Η σμηγματογόνος υπερπλασία είναι μια συχνή βλάβη του δέρματος, που οφείλεται σε υπερπλασία των σμηγματογόνων αδένων. Οι βλάβες εντοπίζονται κυρίως στη μέση γραμμή του προσώπου των ενηλίκων.

Η διάγνωση γίνεται από τα κλινικά χαρακτηριστικά των βλαβών: κίτρινου χρώματος, μεμονωμένες βλατίδες στο πρόσωπο ενήλικα, χωρίς πρόσφατες ή αιφνίδιες μεταβολές στην εικόνα τους. Οι βλάβες πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από βασικοκυτταρικά καρκινώματα, τα οποία συνήθως μεταβάλλονται σε μέγεθος και δεν έχουν κίτρινο χρώμα.

Εάν ο ασθενής επιθυμεί για αισθητικούς λόγους θεραπεία των βλαβών, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ηλεκτροκαυτηρίαση αυτών. Γίνεται τοπική αναισθησία με λιδοκαϊνη 1% και καυτηριάζονται οι βλάβες με μικρή ενέργεια, προς αποφυγή πρόκλησης ουλών. Ο «καμμένος» πια ιστός απομακρύνεται με τη βοήθεια ενός ξέστρου. Εναλλακτικά, μεμονωμένες, μεγάλες βλάβες μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά επιφανειακά. Το τριχλωροξικό οξύ 35% μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, για να  καταστρέψει τις βλάβες, με μεγάλο όμως κίνδυνο υπομελάγχρωσης ακόμα και με μία εφαρμογή του. Για διάχυτες βλάβες κατάλληλη είναι η θεραπεία με laser CO2 ή και η δερμοαπόξεση.

Kεγχρία

Το κεγχρίο είναι μια επιδερμιδική κύστη, λευκή έως κίτρινη, μερικών χιλιοστών, που περιέχει κεράτινο υλικό. Εντοπίζεται στα βλέφαρα, στις παρειές και στο μέτωπο. Οι βλάβες είναι πολλαπλές και εμφανίζονται σε οποιαδήποτε ηλικία. Διάνοιξη και εξαγωγή του κεράτινου περιεχομένου τους αποτελεί την ενδεικνυόμενη θεραπεία.

Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (ΒΚΚ) είναι η συχνότερη μορφή δερματικού καρκίνου. Τα νεοπλασματικά κύτταρα μοιάζουν με αυτά της βασικής στιβάδας της επίδερμίδας εξ’ ου και το όνομα αυτού του όγκου. Αν και έχει μικρή πιθανότητα απομακρυσμένης μετάστασης, διηθεί και καταστρέφει τοπικά το δέρμα και τους περιβάλλοντες ιστούς.

Επιδημιολογία: Το ΒΚΚ καρκίνωμα είναι συχνότερο σε άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα, τα οποία διατρέχουν έναν κίνδυνο 30% να το αναπτύξουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι επίσης συχνότερο στους άνδρες κατά 30% σε σχέση με τις γυναίκες, ενώ ο κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά μετά την ηλικία των 55 ετών.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στο ΒΚΚ

Ποιοι είναι οι παράγοντες που προδιαθέτουν για την ανάπτυξη ΒΚΚ;

Τόσο περιβαλλοντικοί όσο και γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ΒΚΚ. Η έκθεση στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία αποτελεί τον σημαντικότερο από αυτούς, ενώ άλλοι είναι η χρόνια έκθεση σε αρσενικό, η θεραπευτική ακτινοβολία, η ανοσοκαταστολή και το σύνδρομο του βασικοκκυταρικού σπίλου.

Η έκθεση στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία αποτελεί τον σημαντικότερο περιβαλλοντικό παράγοντα και σχετίζεται με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τη μεγάλη ηλικία, τις εφηλίδες, τυχόν προηγούμενα ηλιακά εγκαύματα και τη χρήση μεθόδων τεχνητού μαυρίσματος (solarium). Φαίνεται επίσης ότι η ανάπτυξη του ΒΚΚ σχετίζεται κυρίως με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, ενώ πιο επικίνδυνη θεωρείται και η διαλείπουσα κατά ώσεις έκθεση σε σχέση με τη συνεχή.

Πώς μπορούμε να προλάβουμε την εμφάνιση ΒΚΚ;

Η αντηλιακή προστασία συμβάλει σημαντικά, αν και όχι στο 100%, στη μείωση της  συχνότητας εμφάνισης του ΒΚΚ.

Ποιες είναι οι συνήθεις θέσεις εντόπισης του ΒΚΚ;

Εντόπιση: Το 70% των ΒΚΚ εμφανίζονται στο πρόσωπο, το 15% στον κορμό και σπάνια στο πέος, το αιδοίο και περιπρωκτικά.

Πώς εμφανίζεται το ΒΚΚ;

Διακρίνονται 5 βασικές κλινικές μορφές του ΒΚΚ:

  • Οζοελκωτικό: Είναι η συνηθέστερη μορφή. Εμφανίζεται σαν ογκίδιο χροιάς φυσιολογικού δέρματος ή ερυθρωπής που στη συνέχεια ελκούται κεντρικά. Μπορεί να μετατραπεί σε πλάκα επηρμένη, ανώμαλου σχήματος με ευρυαγγείες. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του είναι τελείως ασυμπτωματικό.
  • Μελαγχρωματικό: Εμφανίζεται ως ημισφαιρικό ογκίδιο με επιφάνεια κατά τόπους φαιά λόγω της μελανίνης που αθροίζεται μεταξύ των κυττάρων του όγκου.
  • Ινωτικό: Είναι ασυνήθιστη μορφή. Εμφανίζεται στο πρόσωπο σαν μικρή πλάκα ασαφούς περιφέρειας, λευκωπής ή λευκοκίτρινης χροιάς.
  • Επιπολής: Εντοπίζεται στο πρόσωπο αλλά κυρίως στα καλυμμένα μέρη του κορμού. Πρόκειται για μια πλάκα ερυθρή με λεπτό όχθο από πολύ μικρές βλατίδες.
  • Ινοεπιθηλίωμα: Είναι σχετικά σπάνιο. Εμφανίζεται στη ράχη και την κοιλιακή χώρα σαν ασυμπτωματικό ογκίδιο σκληρής ή μαλακής σύστασης.

Πώς τίθεται η διάγνωση του ΒΚΚ;

Η διάγνωση συνήθως τίθεται με βάση την κλινική εικόνα και επιβεβαιώνεται με τη βιοψία της βλάβης.

Πώς αντιμετωπίζεται το ΒΚΚ;

Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του ΒΚΚ περιλαμβάνουν την ηλεκτροκαυτηρίαση και απόξεση, τη χειρουργική αφαίρεση (εκτεταμένη ή μικροχειρουργική τεχνική του Mohs), τη χρήση τοπικών (5-φθοριο-ουρακίλη, ιμικουϊμόδη) και ενδοβλαβικών παραγόντων (5-φθοριο-ουρακίλη, ιντερφερόνη, μπλεομυκίνη), την κρυοθεραπεία, την ακτινοβολία και τη φωτοδυναμική θεραπεία. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από τον ιστολογικό τύπο της βλάβης, το μέγεθός της, την εντόπισή της και την πιθανότητα υποτροπής. Ανάλογα με το είδος της θεραπευτικής παρέμβασης μπορεί να χρειαστεί συμπληρωματική επανορθωτική επέμβαση των κατεστραμμένων ιστών για καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.

Ποια είναι η πρόγνωση του ΒΚΚ;

Η πρόγνωση για τους περισσότερους ασθενείς είναι πολύ καλή. Οι βλάβες παρουσιάζουν αργή ανάπτυξη και η μεταστατική νόσος είναι πάρα πολύ σπάνια. Παρ’ όλο που η θνητότητα είναι πολύ χαμηλή, δε συμβαίνει το ίδιο και με τη νοσηρότητα. Αυτό συμβαίνει λόγω της εκτεταμένης τοπικής καταστροφής του δέρματος, του χόνδρου, των οστών και της παρουσίας εξελκωμένων, δυσίατων βλαβών.

Πώς παρακολουθείται ένας ασθενής με ΒΚΚ;

Συνιστάται επανεκτίμηση κάθε 6 μήνες για τον πρώτο χρόνο μετά τη θεραπεία και στη συνέχεια ετήσιος έλεγχος. Η πιθανότητα τοπικής υποτροπής είναι 50% τον πρώτο χρόνο, 67% στα 3 χρόνια και 80% στα πέντε χρόνια μετά την αρχική βλάβη.

Εισαγωγή: Το μελάνωμα είναι ένας κακοήθης όγκος του δέρματος, ο οποίος προέρχεται από τα μελανινοκύτταρα της επιδερμίδας. Παρ’ όλο που στο παρελθόν θεωρούνταν σπάνιος όγκος, η ετήσια επίπτωσή του έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια.  Το μελάνωμα του δέρματος προκαλεί περισσότερο από 10.000 θανάτους ετησίως, αλλά παρουσιάζει 98% 5ετή επιβίωση όταν διαγιγνώσκεται και αφαιρείται έγκαιρα. Το μελάνωμα δεν περιορίζεται μόνο στο δέρμα. Τα μη δερματικά μελανώματα είναι σπάνια. Συγκριτικά με άλλους κακοήθεις όγκους του δέρματος, το μελάνωμα αποτελεί τον πιο κακοήθη όγκο λόγω της ικανότητάς του να δίνει μεταστάσεις, αν δε διαγνωστεί πρώιμα. Το μελάνωμα είναι πιο συχνό στη λευκή φυλή απ’ ότι στη μαύρη.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στο μελάνωμα:

  • Ποιοι είναι οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση μελανώματος;
  • Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μελανώματος:
  • Ανοιχτό χρώμα δέρματος και ματιών
  • Έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία και σε τεχνητές πηγές φωτός
  • Μεγάλος αριθμός κοινών σπίλων
  • Οικογενειακό ιστορικό μελανώματος
  • Ατομικό ιστορικό μελανώματος
  • Ιστορικό εγκαύματος σε παιδική ηλικία
  • Παρουσία δυσπλαστικών σπίλων
  • Μεγάλοι συγγενείς μελανινοκυτταρικοί σπίλοι

Πότε θα πρέπει να μας ανησυχεί μια βλάβη στο σώμα μας;

Η έγκαιρη κλινική διάγνωση του μελανώματος αποτελεί μια πρόκληση για τους δερματολόγους , αλλά και για τους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Πολλά κλινικά κριτήρια δερματικών βλαβών έχουν προταθεί ως βοηθητικά για τη διάγνωση του μελανώματος με στόχο την άμεση εξέταση του από δερματολόγο ή τη λήψη βιοψίας. Μια από τις βασικές λίστες κλινικών χαρακτηριστικών, που έχουν καθιερωθεί για την αναγνώριση ύποπτων για μελάνωμα δερματικών βλαβών και την περαιτέρω διερεύνηση αυτών είναι ο μνημονικός κανόνας ΑBCDE, που έχει συσταθεί από την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία και από την Αμερικανική Δερματολογική Ακαδημία.

Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα μια προϋπάρχουσα ή νέα βλάβη πρέπει να μας ανησυχεί όταν παρουσιάζει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

Α: Asymmetry (Ασυμμετρία)

Β: Borders Irregular (Aνώμαλα όρια)

C: Colour Variations (Ποικιλοχρωμία)

D: Diameter (Διάμετρος>6mm)

E: Elevated surface (Επηρμένη βλάβη)

Επίσης, ύποπτη θεωρείται μια βλάβη που παρουσιάζει κνησμό, που αιμορραγεί, που ελκούται.

Ποιες είναι οι μορφές του μελανώματος;

Υπάρχουν 4 κύριοι τύποι μελανώματος: Α) το επιφανειακώς επεκτεινόμενο μελάνωμα, Β) το οζώδες μελάνωμα, Γ) το μελάνωμα επί κακοήθους φακής και Δ) το μελάνωμα των άκρων.

Τα περισσότερα μελανώματα ξεκινούν ως επιφανειακοί όγκοι, που περιορίζονται στην επιδερμίδα, όπου και παραμένουν για αρκετά χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, γνωστό ως φάση οριζόντιας ανάπτυξης, το μελάνωμα είναι σχεδόν θεραπεύσιμο με χειρουργική ολική αφαίρεση αυτού.  Τα μελανώματα, που διηθούν το χόριο, βρίσκονται στη φάση κάθετης ανάπτυξης και είναι πιο πιθανό να δώσουν μεταστάσεις. Τα οζώδη μελανώματα δεν φαίνεται να έχουν φάση οριζόντιας ανάπτυξης και ακολουθούν την κάθετη επέκταση αμέσως μετά την εμφάνισή τους.

Τι είναι το επιφανειακώς επεκτεινόμενο μελάνωμα: 

Αποτελεί τον πιο συχνό τύπο, περίπου το 70% του συνόλου των μελανωμάτων. Πάνω από το 60% αυτών διαγιγνώσκονται ως λεπτοί όγκοι, πάχους < 1mm, με μεγάλη πιθανότητα ίασης. Η πλειοψηφία  εμφανίζεται ως βλάβη σε υγιές δέρμα και μόνο το 25% αυτών αναπτύσσεται σε έδαφος προϋπάρχοντος σπίλου. Μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ανατομική περιοχή με μεγαλύτερη συχνότητα τη ράχη για τους άντρες και τη ράχη και τα κάτω άκρα για τις γυναίκες.

Το επιφανειακώς επεκτεινόμενο μελάνωμα εμφανίζεται ως μια κηλίδα ή πλάκα, με έντονη ποικιλοχρωμία, ακανόνιστα όρια και διάμετρο, που κυμαίνεται από λίγα mm έως αρκετά cm.

Τι είναι το οζώδες μελάνωμα: 

Το οζώδες μελάνωμα είναι το δεύτερο σε συχνότητα μελάνωμα αποτελώντας το 15-30% του συνόλου των μελανωμάτων. Πρόκειται για ένα σκούρο μισχωτό ή πολυποειδές οζίδιο, παρ’ όλο που αναφέρονται και αμελανωτικές ποικιλίες, αλλά λιγότερο συχνά. Παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία στην έγκαιρη διάγνωσή του. Και ενώ το επιφανειακώς επεκτεινόμενο μελάνωμα και το μελάνωμα επί κακοήθους φακής διαγιγνώσκονται συνήθως πάχους< 1mm, το πάχος του οζώδους μελανώματος κατά τη διάγνωση ξεπερνά συνήθως τα 2mm.

Τι είναι το μελάνωμα επί κακοήθους φακής;

Αναπτύσσεται συνήθως σε ηλιοεκτεθειμένες περιοχές ηλικιωμένων ατόμων ως σκούρα καφέ κηλίδα. Οι βλάβες σταδιακά αυξάνουν σε μέγεθος και γίνονται σκουρότερες, ασύμμετρες, με ποικιλοχρωμία και επηρμένες περιοχές, που υποδηλώνουν την κάθετ η ανάπτυξή τους σε έδαφος in situ μελανώματος, που ονομάζεται κακοήθης φακή. Αποτελεί το 10-15% του συνόλου των μελανωμάτων.

Τι είναι το μελάνωμα των άκρων

Το μελάνωμα αυτό αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 5% του συνόλου των μελανωμάτων. Αναπτύσσεται συχνότερα σε παλάμες, πέλματα και στο υπονύχιο. Εμφανίζεται ως σκούρη καφέ ή μαύρη κηλίδα ή πλάκα. Αν η βλάβη γίνει επηρμένη, αναπτύσσει εξέλκωση ή έχει διάμετρο>5mm η πιθανότητα διήθησης είναι πολύ μεγάλη.

Το υπονύχιο μελάνωμα ξεκινά από τη μήτρα του όνυχα και εμφανίζεται συνήθως σαν μια επιμήκης μαύρη ή καφέ γραμμή, με ή χωρίς ονυχιαία δυστροφία. Κάποιες φορές παρουσιάζεται ως υπονύχια μάζα με ποικίλου βαθμού εξέλκωση και καταστροφή της ονυχιαίας πλάκας. Η βιοψία είναι επιβεβλημένη σε όνυχα με δυσχρωμία, που παρουσιάζει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: μαύρο χρώμα, μονήρης, ανομοιογένεια στο χρώμα, αλλαγή στο σχήμα ή στο χρώμα, πλάτος>4mm, ακανόνιστα όρια. Η παρουσία περιωνύχιας δυσχρωμίας (σημείο Hutchinson) αποτελεί επιπρόσθετο διαγνωστικό σημείο μελανώματος.

Σταδιοποίηση του μελανώματος: 

Ένα από τα σημαντικότερα βήματα μετά τη διάγνωση του μελανώματος είναι η σταδιοποίησή του. Γνωρίζοντας το στάδιο του μελανώματος, μπορούμε να καθορίσουμε την πρόγνωση του και να σχεδιάσουμε την κατάλληλη θεραπεία.

Ποια είναι η πρόγνωση των ασθενών με μελάνωμα;

Η 5ετής επιβίωση των ασθενών εξαρτάται από το στάδιο του μελανώματος και κυμαίνεται από 97% για τους ασθενείς σταδίου 0 έως 10% για τους ασθενείς σταδίου IV.

Ποια είναι τα μέτρα πρόληψης για την αποφυγή ή την έγκαιρη διάγνωση του μελανώματος;

Α) Προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία: Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με:

  • Τη χρήση κατάλληλου ρουχισμού και καπέλου
  • Την αποφυγή έκθεσης στον ήλιο από τις 10:00-16:00
  • Τη σωστή χρήση αντηλιακού προϊόντος

Β) Εξέταση από δερματολόγο: Για την έγκαιρη διάγνωση του μελανώματος είναι απαραίτητος ο έλεγχος όλων των βλαβών του δέρματος. Ο έλεγχος των σπίλων και των μορφωμάτων γίνεται κλινικά από το δερματολόγο, ο οποίος μπορεί να βοηθηθεί από διάφορα μέσα όπως η δερματοσκόπηση και η χαρτογράφηση των σπίλων. Η συχνότητα ελέγχου από δερματολόγο κυμαίνεται από 1 φορά το 6μηνο έως 1 φορά ετησίως. Αναλόγως των ευρημάτων μπορεί να χρειαστεί και συχνότερα. Επίσημη ηλικία έναρξης του δερματολογικού ελέγχου δεν υπάρχει. Εντούτοις άτομα με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα οφείλουν να ελέγχονται συχνότερα.

Γ) Αυτοεξέταση: Η τυπική αυτοεξέταση για έγκαιρη ανίχνευση ύποπτων βλαβών του δέρματος περιλαμβάνει την επισκόπηση της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας του κορμού και έπειτα της πλάγιας επιφάνειας αυτού. Οι ασθενείς θα πρέπει έπειτα να συνεχίζουν με την επισκόπηση των παλαμών, των αντιβραχίων, των βραχιόνων και των μασχαλών, των κάτω άκρων, των μεσοδακτύλιων διαστημάτων και των πελμάτων. Τέλος εξετάζεται ο τράχηλος,  το τριχωτό της κεφαλής καθώς και οι γλουτοί.  Περίπου το 50% των μελανωμάτων στους άντρες εντοπίζονται στον κορμό και το 1/3 αυτών στη ράχη. Αυτό καταδεικνύει τη μέγιστη σημασία αυτοεξέτασης και των οπίσθιων επιφανειών η δυσκολία της οποίας μπορεί να ξεπεραστεί με τη βοήθεια καθρέφτη ή κάποιου συγγενικού προσώπου.

Τι ακολουθεί τη διάγνωση του μελανώματος; 

Aφού διαγνωστεί το μελάνωμα, ακολουθεί η σταδιοποίηση της νόσου. Αναλόγως του σταδίου ακολουθεί κλινικός και απεικονιστικός έλεγχος, ο οποίος καταδεικνύει την παρουσία ή μη λεμφαδενικών και απομακρυσμένων μεταστάσεων. Απομακρυσμένες μεταστάσεις μπορούν να παρουσιαστούν σε όργανα όπως οι πνεύμονες, το ήπαρ, τα οστά, ο εγκέφαλος και άλλα. Αναλόγως του σταδίου, ακολουθεί η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.

Ποια είναι η θεραπεία του μελανώματος;

Η θεραπευτική προσέγγιση απαρτίζεται από τρία σκέλη: 1) τη θεραπεία της πρωτοπαθούς βλάβης που συνίσταται στην ευρεία, θεραπευτική, συμπληρωματική τοπική εκτομή, 2) την αφαίρεση των επιχώριων λεμφαδένων σε περίπτωση που εντοπίζεται μεταστατική νόσος σε αυτούς και 3) τη χορήγηση ή όχι συστηματικής θεραπείας για τυχόν μεταστατική νόσο.

Πώς θεραπεύεται χειρουργικά το πρωτοπαθές μελάνωμα;

Η θεραπεία του μελανώματος ξεκινά με την τοπική εκτομή του, η οποία γίνεται σε όρια υγιούς ιστού. Αφαιρούνται δηλαδή εκτός από τη βλάβη και κάποια χιλιοστά μακροσκοπικά φυσιολογικού δέρματος. Το βάθος της εκτομής φτάνει έως την υποκείμενη περιτονία του μυός. Έτσι μειώνεται η πιθανότητα για τοπική υποτροπή της νόσου στο μέλλον. Αναλόγως με το μέγεθος και τη θέση του ελλείμματος που δημιουργείται από την ευρεία εκτομή του μελανώματος, μπορεί να χρειαστεί πλαστική αποκατάσταση με δερματικό κρημνό ή μόσχευμα.

Τι γίνεται με τους επιχώριους λεμφαδένες;

Το δεύτερο σκέλος της θεραπείας αφορά στην αντιμετώπιση των περιοχικών ή επιχώριων λεμφαδένων. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη μετάστασης μετά από κυτταρολογική ή ιστολογική εξέταση ενός επιχώριου ψηλαφητού λεμφαδένα τότε τίθεται η ένδειξη για ριζικό θεραπευτικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα, κάτι το οποίο βοηθά στην αποφυγή εκτεταμένων επεμβάσεων λεμφαδενικού καθαρισμού, όταν αυτές δεν απαιτούνται. Ο φρουρός λεμφαδένας είναι αυτός που δέχεται πρώτος τη λεμφική αποχέτευση της περιοχής του μελανώματος και κατ’ επέκταση τα καρκινικά κύτταρα του μελανώματος. Μόνο όταν η ιστολογική εξέταση αποκαλύψει διήθηση του φρουρού λεμφαδένα από τα καρκινικά κύτταρα του όγκου, γίνεται πιο εκτεταμένη επέμβαση, που περιλαμβάνει και την αφαίρεση των επιχώριων λεμφαδένων. Η βιοψία του λεμφαδένα φρουρού συνδυάζεται συνήθως με την ευρεία (συμπληρωματική) εκτομή του μελανώματος και γίνεται τις περισσότερες φορές με γενική αναισθησία. Μερικές φορές μπορεί να γίνει με τοπική ή περιοχική (ραχιαία) αναισθησία. Ο λεμφαδενικός καθαρισμός ωστόσο απαιτεί πάντα γενική αναισθησία.

Τι γίνεται σε περίπτωση απομακρυσμένων μεταστάσεων;

Στην περίπτωση που υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, δηλαδή σε όργανα όπως οι πνεύμονες, το ήπαρ, τα οστά κλπ, ενδείκνυται συστηματική θεραπεία. Σε σπάνιες περιπτώσεις θα αποφασιστεί η χειρουργική αφαίρεση των δευτεροπαθών εστιών (μεταστάσεων). Σε απουσία απομακρυσμένων μεταστάσεων κατά τη απεικονιστική σταδιοποίηση, η συμπληρωματική ή προληπτική συστηματική ανοσοθεραπεία δύναται να προσφέρει βελτίωση της έκβασης σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για υποτροπή της νόσου, όπως σε αυτούς με διηθημένους λεμφαδένες ή/και μελάνωμα μεγάλου πάχους. Η θεωρία είναι ότι με τη χορήγηση ιντερφερόνης-α αυξάνεται η δράση του ανοσολογικού συστήματος του ίδιου του ασθενή για την εξαφάνιση τυχών μικρομεταστάσεων, οι οποίες ακόμα και εάν δεν είναι κλινικά και απεικονιστικά αντιληπτές, μπορούν να δημιουργήσουν κανονικές μεταστάσεις στο μέλλον.

Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (ΑΚΚ) αποτελεί τον 2ο σε συχνότητα κακοήθη όγκο της επιδερμίδας, που παρουσιάζεται με ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων. Σε αντίθεση με το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, αναπτύσσεται σε έδαφος δερματικών αλλοιώσεων κυρίως από την ηλιακή ακτινοβολία και εμφανίζει μεγαλύτερες πιθανότητες μετάστασης (2-5%). Τα νεοπλασματικά κύτταρα του ΑΚΚ μοιάζουν με αυτά της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας, εξ’ ου και η ονομασία του. Η θεραπεία του ενδείκνυται σε πρώιμο στάδιο πριν ο όγκος οδηγήσει σε τοπική ιστική καταστροφή και μετάσταση. Επιπρόσθετα η έγκαιρη θεραπεία παρέχει τη δυνατότητα πλήρους ίασης.

Συνήθεις ερωτήσεις που αφορούν στο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα;

Ποιες είναι οι συνήθεις θέσης εντόπισης του ΑΚΚ;

Το ΑΚΚ μπορεί να αναπτυχθεί οπουδήποτε στο σώμα όπως στην κεφαλή, στον κορμό, στα άκρα, στο στοματικό βλεννογόνο, στη γεννητική χώρα και περιωνύχια με προτίμηση σε περιοχές εκτεθειμένες στην ηλιακή ακτινοβολία.

Οι γεννητικές και περιωνύχιες βλάβες είναι σχετικά σπάνιες και συνήθως σχετίζονται με λοίμωξη από υψηλού κινδύνου ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Όγκοι στην περιοχή του ωτός, στην προωτιαία περιοχή ή σε δερματοβλεννογόνιες επιφάνειες (χείλη, γεννητικά όργανα και περιπρωκτική χώρα) είναι περισσότερο επιθετικοί με πιθανότητα μετάστασης 10-30%.

Πώς εκδηλώνεται στο δέρμα το ΑΚΚ;

Η κλινική εικόνα του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος εξαρτάται από το είδος της βλάβης και την εντόπιση τους:

Α) ΑΚΚ in situ (Nόσος του Βοwen): Περιορίζεται μέσα στην επιδερμίδα. Εμφανίζεται σαν μια καλά αφοριζόμενη κηλίδα ή πλάκα. Οι βλάβες είναι συχνά ερυθηματώδεις, στο χρώμα του δέρματος ή σκουρόχρωμες. Αναπτύσσονται αργά και συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα.

Β) Ερυθροπλακία: Ονομάζεται το ΑΚΚ in situ στη βάλανο του πέους ή στα μικρά χείλη του αιδοίου. Πρόκειται για μια σαφώς αφοριζόμενη, λεία, ερυθρή κηλίδα ή πλάκα με πιθανά συμπτώματα πόνου, αιμορραγίας, κνησμού.

Γ) Διηθητικό ΑΚΚ: Η κλινική εικόνα του διηθητικού ΑΚΚ εξαρτάται από το βαθμό διαφοροποίησης. Το καλά διαφοροποιημένο ΑΚΚ (λιγότερο επιθετικό) εμφανίζεται συνήθως σαν σκληρή βλατίδα, πλάκα ή οζίδιο με λέπι ή υπερκεράτωση. Η βλάβη μπορεί να διαβρωθεί ή να εξελκωθεί, μπορεί να φέρει εφελκίδα στο κέντρο και να έχει σκληρό, επηρμένο χείλος. Κεράτινο υλικό μπορεί να εξαχθεί από το κέντρο ή την περιφέρεια της βλάβης.

Σε αντίθεση, το αδιαφοροποίητο ΑΚΚ (περισσότερο επιθετικό) συνίσταται από σαρκώδεις, κοκκιώδεις, εύθρυπτες, διαβρωτικές βλατίδες και οζίδια, χωρίς υπρκεράτωση. Έλκωση με νεκρωτική βάση, αιμορραγία και εφελκιδοποίηση μπορεί επίσης να παρατηρηθούν.

Το ΑΚΚ δίνει μεταστάσεις και πού;

Το ΑΚΚ είναι ένας μεταστατικός όγκος του δέρματος. Οι πιο συχνές μεταστάσεις του ΑΚΚ παρατηρούνται στους περιοχικούς λεμφαδένες. Άλλες πιθανές περιοχές είναι: πνεύμονες, ήπαρ, εγκέφαλος, δέρμα, οστά. Μπορούν να εμφανιστούν σαν ερυθηματώδεις βλατίδες ή οζίδια, που μιμούνται τις πρωταρχικές βλάβες του δερματικού ΑΚΚ.

Πώς τίθεται η διάγνωση του ΑΚΚ;

Παρ’ όλο που η διάγνωση τίθεται πολλές φορές από την κλινική εικόνα, η ιστοπαθολογική εξέταση βοηθά στην επιβεβαίωση αυτής, αλλά και στην εκτίμηση περινευρικής διήθησης, στον καθορισμό του βαθμού διαφοροποίησης και του βάθους των βλαβών, παράγοντες σημαντικοί για τη σταδιοποίηση και την πρόγνωση.

Τι ακολουθεί μετά τη διάγνωση του ΑΚΚ;

Μετά τη διάγνωση του το ΑΚΚ θα πρέπει να εξαιρεθεί πλήρως, αν αυτό είναι εφικτό. Οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε προσεκτική δερματολογική κλινική εξέταση και ψηλάφηση των περιοχικών λεμφαδένων για ανίχνευση επιπρόσθετων δερματικών ακανθοκυτταρικών καρκίνων και κλινικών σημείων μεταστατικής νόσου. Υποβάλλονται επίσης σε υπερηχογράφημα των περιοχικών λεμφαδένων, ενώ ο περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος διενεργείται επί προχωρημένων ΑΚΚ και επί ενδείξεων μεταστατικής νόσου.

Πώς αντιμετωπίζεται το ΑΚΚ;

Ο κίνδυνος τοπικής υποτροπής και περιοχικής ή απομακρυσμένης μετάστασης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιλογής της θεραπευτικής μεθόδου. Χαρακτηριστικά του όγκου που καθορίζουν την πιθανότητα υποτροπής και μετάστασης αποτελούν η εντόπιση, το μέγεθος, τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του όγκου καθώς και οι συνοσηρότητες του ασθενούς. Υψηλού κινδύνου ΑΚΚ είναι αυτό με χαρακτηριστικά επιθετικής συμπεριφοράς.

Οι θεραπευτικές επιλογές του ΑΚΚ είναι:

  • Χειρουργική αφαίρεση
  • Κρυοθεραπεία
  • Ηλεκτροχειρουργική
  • Τοπική θεραπεία (5FU ή ιμικουϊμόδη)
  • Ακτινοθεραπεία
  • Φωτοδυναμική θεραπεία

Χειρουργική αφαίρεση: Αποτελεί μέθοδο εκλογής τόσο για χαμηλού όσο και για υψηλού κινδύνου ΑΚΚ. Μπορεί να διενεργηθεί σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου με τοπική αναισθησία. Είναι καλά ανεκτή και αποτελεσματική και η πλήρης εξαίρεση του όγκου επιβεβαιώνεται από την ιστολογική εξέταση.

Κρυοθεραπεία: Η κρυοθεραπεία καταστρέφει κακοήθη κύτταρα με εφαρμογή ψύχους τοπικά. Η μέθοδος αυτή επιλέγεται για μικρού μεγέθους, σαφώς αφοριζόμενο και χαμηλού κινδύνου ΑΚΚ. Συνήθως εφαρμόζεται υγρό άζωτο στον όγκο και στο πέριξ αυτού υγιές δέρμα (με όριο ≥3mm από αυτόν). Ο θάνατος των κυττάρων του όγκου επέρχεται λόγω σχηματισμού ενδοκυττάριων και εξωκυττάριων παγοκρυστάλλων, της υπερτονικότητας, της αγγειακής στάσης και της καταστροφής της φωσφολιπιδικής μεμβράνης. Η κρυοθεραπεία δεν επιτρέπει ιστολογική επιβεβαίωση πλήρους καταστροφής. Πλεονεκτήματά της αποτελούν το χαμηλό κόστος, η ταχύτητα και η μη ανάγκη για αναισθησία. Επακόλουθα της μεθόδου είναι το τοπικό οίδημα, ο πόνος, ο τοπικός σχηματισμός φυσαλίδας με συνοδό ορόρροια, η εφελκιδοποίηση και η εξέλκωση, που υποχωρούν σε 4-6 εβδομάδες καταλείποντας πιθανόν υπομελάγχρωση, παροδική αλωπεκία ή υπερτροφική ουλή. Ο χρόνος αποκατάστασης είναι μεγαλύτερος για τα κάτω άκρα. Η κρυοθεραπεία δεν ενδείκνυται για υποτροπιάζοντα, μεγάλου μεγέθους, διηθητικό, μη καλά αφοριζόμενο, υψηλού κινδύνου ΑΚΚ λόγω του αυξημένου κινδύνου τοπικής υποτροπής και μετάστασης.

Ηλεκτροχειρουργική: Εφαρμόζεται για μικρούς, επιφανειακούς, καλά αφοριζόμενους, δερματικούς ΑΚΚ που εντοπίζονται σε περιοχές χαμηλού κινδύνου. Πρόκειται για μία σχετικά γρήγορη, καλά ανεκτή μέθοδο, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου και «σέβεται» τον παρακείμενο υγιή ιστό. Ο αριθμός των επιπλοκών είναι πολύ μικρός, το κόστος χαμηλό και τα αισθητικά αποτελέσματα πολύ ικανοποιητικά. Όπως με την κρυοθεραπεία έτσι και με την ηλεκτροχειρουργική το βασικό μειονέκτημα είναι η μη δυνατότητα ιστολογικής επιβεβαίωσης επαρκούς θεραπείας. Αντενδείκνυται σε υποτροπιάζοντα, μεγάλου μεγέθους και μη καλά αφοριζόμενο ΑΚΚ, όπως και για όγκο που διηθεί τους υποδόριους ιστούς. Θα πρέπει να αποφεύγεται επίσης και σε όγκους που εντοπίζονται στη μέση γραμμή του προσώπου (μύτη, ρινοχειλικές αύλακες, έσω κανθός).

Ακτινοθεραπεία: Αποτελεί θεραπευτική μέθοδο εκλογής για την αντιμετώπιση αρχικού σταδίου, μικρού μεγέθους, καλά αφοριζόμενου, πρωτοπαθούς δερματικού ΑΚΚ. Παρ’ όλα αυτά εξαιτίας των μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων ενεργειών της θεραπείας επιλέγεται κυρίων για ηλικιωμένους ασθενείς, καθώς και για αυτούς που αντενδείκνυται να χειρουργηθούν. Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της ακτινοθεραπείας είναι ότι «σέβεται» τον φυσιολογικό υγιή ιστό γι’ αυτό και παρέχει καλά αισθητικά αποτελέσματα σε όγκους που εντοπίζονται γύρω από τα χείλη, τη μύτη και τις βλεφαρίδες. Τα μειονεκτήματα της μεθόδου είναι η αδυναμία ιστολογικού ελέγχου αποτελεσματικότητας, το υψηλό κόστος σε σχέση με τις προηγούμενες θεραπείες και οι μακροπρόθεσμες και βραχυπρόσθεσμες ανεπιθύμητες ενέργειες που προκύπτουν από την ακτινοβολία. Επίσης έχει βρεθεί ότι η υποτροπή του ΑΚΚ μετά από ακτινοθεραπεία συμπεριφέρεται πιο επιθετικά απ’ ότι μετά από χειρουργική εκτομή.

Αντενδείξεις αποτελούν:

  • όγκοι εντοπιζόμενοι σε παλάμες και πέλματα
  • ασθενείς ηλικίας <40-50 ετών: λόγω πιθανού κινδύνου ανάπτυξης δευτεροπαθούς κακοήθειας από την ακτινοβολία
  • βλάβες στη μύτη και τα αυτιά: η εφαρμογή ακτινοβολίας σε χόνδρινες και οστικές δομές είναι ιδιαίτερα επώδυνη και μπορεί να οδηγήσει σε νέκρωση
  • υποτροπή ΑΚΚ που έχει ήδη ακτινοβοληθεί: λόγω της πιθανής καταστροφής υγιούς ιστού από την τοπική συσσώρευση ακτινοβολίας

Η ακτινοθεραπεία γενικά δεν χρησιμοποιείται ως μονοθεραπεία σε υποτροπιάζον ΑΚΚ, μεγάλου μεγέθους ή μη καλώς αφοριζόμενες βλάβες καθώς τα ποσοστά θεραπείας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα χαμηλά συγκριτικά με τη χειρουργική εκτομή.

Τοπική 5FU: Χρησιμοποιείται πολύ συχνά για τη θεραπεία των ακτινικών κερατώσεων και για τη θεραπεία του ΑΚΚ in situ, όταν δεν ενδείκνυνται άλλες θεραπευτικές επιλογές. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιοχές που η μετεγχειρητική αποκατάσταση κρίνεται δύσκολή, όπως στα κάτω άκρα ηλικιωμένων ασθενών και ασθενών με φλεβική ανεπάρκεια κάτω άκρων. Για το ΑΚΚ in situ εφαρμόζεται κρέμα 5FU 5% 2 φορές ημερησίως για 4-8 εβδομάδες. Ο κύκλος αυτός μπορεί να επαναληφθεί σε υπολειπόμενες ή υποτροπιάζουσες βλάβες. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυξάνεται με επικάλυψη της βλάβης μετά την εφαρμογή της κρέμας ή με την ταυτόχρονη επάλειψη ενός τοπικού κερατολυτικού παράγοντα ή ρετινοϊκού οξέος. Φλεγμονώδης αντίδραση αναμένεται μετά την εφαρμογή 5FU και η απουσία αυτής σχετίζεται με χαμηλή απάντηση στη θεραπεία. Μετά τη διακοπή της η επούλωση συμβαίνει συνήθως εντός 2 ή περισσότερων εβδομάδων καταλείποντας ερύθημα και υπερμελάγχρωση που υποχωρούν σταδιακά. Τα ικανοποιητικά αισθητικά αποτελέσματα αποτελούν πρωταρχικό πλεονέκτημα της θεραπείας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην εφαρμογή της κρέμας σε περιοχές γύρω από τα μάτια, τη μύτη και τα χείλη λόγω αυξημένης ευαισθησίας. Επιπρόσθετα οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Φωτοδυναμική θεραπεία: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του ΑΚΚ in situ αλλά όχι του διηθητικού ΑΚΚ. Ο μηχανισμός δράσης της βασίζεται στην ικανότητα των πορφυρινών να προκαλούν κυτταροτοξικότητα μετά από διέγερση με ακτινοβολία κατάλληλου μήκους κύματος. Κλινικά μειονεκτήματα της θεραπείας αποτελούν ο μεγάλος αριθμός συνεδριών και η σχετική δυσανεξία.

Ιμικουϊμόδη: Είναι ένας τοπικός διεγέρτης του ανοσιακού συστήματος που χρησιμοποιείται στη θεραπεία οξυτενών κονδυλωμάτων, ακτινικών κερατώσεων και επιφανειακών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων. Έχει επίσης αποδειχθεί χρήσιμη στη θεραπεία ΑΚΚ in situ. Το διάστημα εφαρμογής της ποικίλλει. Χρειάζεται συνήθως καθημερινή εφαρμογή για 6-16 εβδομάδες. Η διάρκεια θεραπείας είναι μεγαλύτερη από αυτή με την τοπική 5FU και η φλεγμονώδης απάντηση μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη. Η καθημερινή εφαρμογή της ιμικουϊμόδης έχει συνδυαστεί επιτυχώς με την τοπική εφαρμογή της 5FU για τη θεραπεία ασθενών που δεν ανταποκρίθηκαν στη μονοθεραπεία με έναν από τους δύο παράγοντες.

Ποια είναι η πρόγνωση του ΑΚΚ;

Η συνολική πρόγνωση για ασθενείς με πρωτοπαθή ΑΚΚ είναι άριστη με 5ετή επιβίωση >90%. Όταν η αρχική θεραπεία αποτύχει η νόσος είναι πιο πιθανό να υποτροπιάσει τοπικά ή σε περιοχικούς λεμφαδένες με ποσοστό 75% για τα πρώτα 2 χρόνια και 95% για τα πρώτα 5 χρόνια. Τα ποσοστά μετάστασης για τον πρωτοπαθή ΑΚΚ ανέρχονται σε 2-5%. Η μετάσταση στους περιοχικούς λεμφαδένες καθιστά τον ασθενή πιο επιρρεπή για επακόλουθη απομακρυσμένη μετάσταση. Το 85% των μεταστάσεων αφορά τους περιοχικούς λεμφαδένες και το 15% απομακρυσμένα όργανα, όπως οι πνεύμονες, το ήπαρ, ο εγκέφαλος, το δέρμα και τα οστά. Για τους ασθενείς με απομακρυσμένες μεταστάσεις η 5ετής επιβίωση είναι <10%.

Πώς γίνεται η παρακολούθηση ατόμων με ιστορικό ΑΚΚ;

Ασθενείς που θεραπεύτηκαν για ΑΚΚ χρειάζονται παρακολούθηση για έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση των σχετιζόμενων με τη θεραπεία επιπλοκών, τοπικών ή περιοχικών υποτροπών και πιθανής εμφάνισης νέων δερματικών καρκίνων. Συστήνεται επανεξέταση κάθε 3-6 μήνες για τα πρώτα δύο χρόνια και έπειτα 1 φορά το χρόνο.

Επιστροφή