Τμήματα

Ο απλός έρπης αποτελεί μια ιογενή λοίμωξη του δέρματος, που εμφανίζεται με μια πλειάδα κλινικών εκδηλώσεων. Υπάρχουν 2 τύποι απλού έρπητα: ο απλός έρπης τύπου 1 (HSV1) που προκαλεί συνήθως στοματοπροσωπικές λοιμώξεις και ο απλός έρπης τύπου 2 (HSV2) που προκαλεί συνήθως λοιμώξεις γεννητικών οργάνων. Πάνω από το 80% των λοιμώξεων από απλό έρπητα είναι ασυμπτωματικές. Σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς οι ερπητικές λοιμώξεις μπορεί να έχουν θανατηφόρες επιπλοκές.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στον απλό έρπητα:

Πώς μεταδίδεται ο ιός του απλού έρπητα;

Η μετάδοση του ιού γίνεται δια της σωματικής επαφής και η λοίμωξη εμφανίζεται κατόπιν ενοφθαλμισμού του ιού σε βλεννογόνους όπως ο στοματοφάρυγγας, ο τράχηλος, ο επιπεφυκότας του οφθαλμού ή σε περιοχές του δέρματος με λύση της συνεχείας αυτού. Ακολουθεί πρωτοπαθής λοίμωξη, η οποία τις περισσότερες φορές είναι ασυμπτωματική. Μετά την αποδρομή της πρωτοπαθούς λοίμωξης ο ιός μεταφέρεται μέσω των νεύρων σε γάγγλια του νωτιαίου μυελού και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση. Σε περίπτωση υποτροπής προκαλείται δευτεροπαθής λοίμωξη.

Πώς εκδηλώνεται η πρωτοπαθής ερπητική λοίμωξη;

Η πρωτοπαθής ερπητική λοίμωξη από τους HSV-1 και HSV-2 συνοδεύεται από συστηματικά συμπτώματα, μεγαλύτερη διάρκεια συμπτωμάτων και μεγαλύτερη συχνότητα υποτροπών. Οι υποτροπές είναι γενικά ηπιότερες και βραχύτερης διάρκειας.

Η πρωτοπαθής ερπητική λοίμωξη μπορεί να εκδηλωθεί ως:

  • Ερπητική ουλοστοματίτιδα
  • Οξεία ερπητική φαρυγγοαμυγδαλίτιδα
  • Πρωτοπαθής επιχείλιος έρπης
  • Πρωτοπαθής ερπητική κερατίτιδα
  • Ερπητική παρωνυχία
  • Πρωτοπαθής έρπης των γεννητικών οργάνων
  • Οξεία ερπητική εγκεφαλίτιδα

Πώς εκδηλώνεται η δευτεροπαθής (υποτροπιάζουσα) ερπητική λοίμωξη;

Η υποτροπιάζουσα ερπητική λοίμωξη εκδηλώνεται ως:

  • Δευτεροπαθής επιχείλιος έρπης
  • Δευτεροπαθής έρπης των γεννητικών οργάνων

Ποιο είναι το χαρακτηριστικό δερματικό εξάνθημα της ερπητικής λοίμωξης;

Το εξάνθημα του απλού έρπητα αποτελείται από μία ή περισσότερες φυσαλίδες, που σχηματίζουν μια ομάδα και βρίσκονται πάνω σε ερυθηματώδη βάση. Συνήθως της εμφάνισης του εξανθήματος προηγείται ένα αίσθημα καύσου ή κνησμού στο σημείο προβολής. Ακολουθεί ρήξη των φυσαλίδων, που οδηγεί σε διαβρρώσεις ή ελκώσεις και μετά από ένα διάστημα 4-15 ημερών παρατηρείται επανεπιθηλιοποίηση του δέρματος.

Πώς εκδηλώνεται ο πρωτοπαθής έρπης των γεννητικών οργάνων;

Ο πρωτοπαθής έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να προκληθεί και από τους 2 τύπους του ιού: HSV-1 και HSV-2 και μπορεί να είναι ασυμπτωματικός.  Ο HSV-2 τείνει να προσβάλλει το γεννητικό βλεννογόνο και έχει συνδεθεί παραδοσιακά με γεννητικές λοιμώξεις.

Ο χρόνος επώασης είναι 3-7 ημέρες (κυμαίνεται από 1 ημέρα-3 βδομάδες). Συνοδά συμπτώματα περιλαμβάνουν: πυρετό, κεφαλαλγία, κακουχία, μυαλγία. Τα τοπικά συμπτώματα περιλαμβάνουν: πόνο, κνησμό, δυσουρία, κολπικό ή ουρηθρικό έκκριμα, λεμφαδενοπάθεια.

Πώς εκδηλώνεται ο υποτροπιάζων έρπης των γεννητικών οργάνων;

Συνήθως προηγείται του εξανθήματος πρόδρομα συμπτώματα τάσης, πόνου και καύσου και μπορεί να διαρκέσουν από 2 ώρες έως 2 μέρες. Σε μερικούς ασθενείς παρουσιάζεται σύστοιχο οσφυϊκό άλγος.

Το εξάνθημα που ακολουθεί είναι οι χαρακτηριστικές φυσαλίδες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Οι βλάβες είναι επώδυνες. Πυρετός ή άλλα συστηματικά συμπτώματα είναι ασυνήθη. Οι βλάβες επουλώνονται σε 8-10 μέρες και η μετάδοση διαρκεί περίπου 5 μέρες. Τα συμπτώματα είναι πιο σοβαρά στις γυναίκες από τους άντρες.

Πόσο συχνά μπορούν να συμβούν υποτροπές της ερπητικής λοίμωξης;

Οι υποτροπές διαρκούν περίπου 3-7 ημέρες και μπορούν να συμβούν από πολλές φορές μέσα στο χρόνο έως 1 ή 2 φορές σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

Πώς μπορεί να τεθεί η διάγνωση της ερπητικής λοίμωξης;

Η διάγνωση τίθεται συνήθως κλινικά. Άλλες μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση διαφοροδιαγνωστικού προβλήματος είναι:

  • Καλλιέργεια εξιδρώματος από τις δερματικές βλάβες για την ανίχνευση του ιού
  • Ανίχνευση αντισωμάτων του ιού στον ορό του ασθενούς
  • Ανίχνευση του ιού με PCR

Πώς θεραπεύουμε την ερπητική λοίμωξη;

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ερπητική λοίμωξη είναι κατά κύριο λόγο τα αντιϊκά με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο την ακυκλοβίρη. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται συνήθως εντός 72 ωρών από την εμφάνσιης του εξανθήματο. Μετά την πάροδο των 72 ωρών και σε υγιείς ανθρώπους, χωρίς συνοδά νοσήματα, γίνεται μόνο χρήση τοπικών αντιβιοτικών προς αποφυγή επιμολύνσεων των βλαβών.

Σε περιπτώσεις πολλαπλών υποτροπών, πάνω από 6 επεισόδια μέσα στο έτος, υπάρχει δυνατότητα χορήγησης μακροχρόνιας κατασταλτικής αγωγής με αντιϊκά φάρμακα, διάρκειας 1 έτους ή και περισσότερο.

Ο ιός της ανεμευλογιάς-έρπητα ζωστήρα (VZV) προκαλεί δύο παθήσεις με αρκετές διαφορές στα κλινικά τους χαρακτηριστικά: η μία είναι ένα διάχυτο φυσαλιδώδες και κνησμώδες εξάνθημα γνωστό σε όλους ως ανεμευλογιά. Κατά την πορεία της νόσου, ο ιός μεταφέρεται μέσω των αισθητικών νεύρων στα αισθητικά γάγγλια του νωτιαίου μυελού και παραμένει εκεί σε λανθάνουσα κατάσταση (κατάσταση ύπνου). Η επανενεργοποίηση του νευροτρόπου ιού προκαλεί τον έρπητα ζωστήρα, ένα επώδυνο, ετερόπλευρο, φυσαλιδώδες εξάνθημα, που περιορίζεται σε συγκεκριμένο δερμοτόμιο.

Ενώ η ανεμευλογιά είναι μια πάθηση της παιδικής ηλικίας, ο έρπης ζωστήρ παρουσιάζει σημαντική αύξηση της συχνότητας εμφάνισής του μετά τα 50 έτη. Υπολογίζεται ότι το 50% των ατόμων που φτάνουν τα 85 έτη ζωής παρουσιάζουν τουλάχιστον  ένα επεισόδιο έρπητα ζωστήρα.

Συχνές ερωτήσεις σχετικά με την ανεμευλογιά-έρπητα ζωστήρα

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση έρπητα ζωστήρα

  • Ο τραυματισμός
  • Η υποκείμενη κακοήθεια (καρκίνος)
  • Οι διαταραχές του ανοσιακού συστήματος (μειωμένη άμυνα του οργανισμού)
  • Οι χρόνιες πνευμονικές και νεφρικές παθήσεις

Πώς μεταδίδεται ο VZV;

Οι ασθενείς με ανεμευλογιά-έρπητα ζωστήρα θα πρέπει να ενημερώνονται για τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου σε άτομα με τα οποία έρχονται σε επαφή. Γενικά ο ιός VZV είναι λιγότερο μεταδοτικός από άτομα τα οποία πάσχουν από έρπητα ζωστήρα  απ’ ότι από όσους πάσχουν από ανεμευλογιά. Ο βασικός τρόπος μετάδοσης του VZV είναι η άμεση δερματική επαφή με τις βλάβες ή η αερομεταφορά του ιού από αυτές.

Τα προσβληθέντα άτομα δεν θεωρούνται μεταδοτικά πριν την εμφάνιση των φυσαλίδων και μετά την επανεπιθηλιοποίηση των βλαβών. Άτομα, που δεν έχουν προσβληθεί ποτέ από ανεμευλογιά και έρχονται σε άμεση επαφή με πάσχοντα από έρπητα ζωστήρα, παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν πρωτοπαθώς ανεμευλογιά.

Υπάρχει θεραπεία στην ανεμευλογιά;

Όπως σε κάθε ιογενή λοίμωξη έτσι και εδώ η θεραπεία είναι συμπτωματική:

  • Αντιισταμινικά: είναι πολλές φορές χρήσιμα για την αντιμετώπιση του έντονου κνησμού
  • Διατήρηση μικρού μήκους νυχιών στα μικρά παιδιά προς αποφυγή εκδορών και βακτηριακής επιμόλυνσης των βλαβών, που μπορεί να προκύψουν από τον επίμονο ξεσμό
  • Ακεταμινοφαίνη (αντιπυρετικό) για την αντιμετώπιση του πυρετού, που συνοδεύει συνήθως την ανεμευλογιά.
  • Aκυκλοβίρη (αντιϊκό φάρμακο): η χορήγησή της εξαρτάται από τον οργανισμό-ξενιστή, από την ηλικία εκδήλωσης της νόσου και άλλους παράγοντες.

 Πότε χορηγείται αντιϊκή θεραπεία στην ανεμευλογιά;

Δε συστήνεται η θεραπεία μη επιπλεγμένης ανεμευλογιάς σε υγιή παιδιά κάτω των 12 ετών με ακυκλοβίρη, λόγω της μικρής βοήθειας που αυτή φαίνεται να προσφέρει.

Θα χορηγηθεί όμως σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών που διατρέχουν αυξημένο επιπλοκών από τη νόσο:

  • Παιδιά άνω των 12 ετών
  • Παιδιά με χρόνιες δερματικές ή πνευμονικές παθήσιες
  • Παιδιά, που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή ή άλλη ανοσοκατασταλτική αγωγή

Άλλες ενδείξεις χορήγησης αντιϊκής αγωγής:

  • Επαφή με τον ιό ατόμων, που έχουν κίνδυνο να εκδηλώσουν σοβαρή μορφή της νόσου (λόγω π.χ. ανοσοκαταστολής)
  • Ενήλικες
  • Ανοσοκατεσταλμένα παιδιά με ανεμευλογιά ( επιπλεγμένη ή μη)
  • Ενήλικες και παιδιά, που παρουσιάζουν εκδηλώσεις διασποράς της νόσου όπως: πνευμονία ή εγκεφαλίτιδα

Υπάρχει εμβόλιο για την ανεμευλογιά;

Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών συνιστά δυο δόσεις εμβολίου ανεμευλογιάς. Παιδιά ηλικίας 12-15 μηνών θα πρέπει να εμβολιάζονται με την 1η δόση του εμβολίου και σε ηλικία 4-6 ετών με την 2η δόση. Το εμβόλιο της ανεμευλογιάς συνιστάται και σε επίνοσα άτομα >13 ετών.

Υπάρχει εμβόλιο για τον έρπητα ζωστήρα ;

Ναι υπάρχει εμβόλιο για τον έρπητα ζωστήρα. Χορηγείται κατόπιν ιατρικής συνταγής σε άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω, για την πρόληψη του έρπητα ζωστήρα και της παρατεταμένης νευραλγίας που ενδέχεται να παραμείνει μετά την υποχώρηση της νόσου (μεθερπητική νευραλγία). Το εμβόλιο χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.

Κερασόχροο αιμαγγείωμα

Το μολυσματικό κηρίο αποτελεί μια μεταδοτική, επιφανειακή, βακτηριακή λοίμωξη του δέρματος, που εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά ηλικίας 2-5 ετών, παρ’ όλο που μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και ενήλικες μπορούν να προσβληθούν.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στο μολυσματικό κηρίο:

Πώς εκδηλώνεται το μολυσματικό κηρίο;

Υπάρχουν 2 βασικές κλινικές μορφές του μολυσματικού κηρίου: το πομφολυγώδες, που οφείλεται στο χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και το μη πομφολυγώδες, το οποίο οφείλεται στο χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο ή στον β αιμολυτικό στρεπτόκοκκο της ομάδας Α.

Κλινικά και στις 2 μορφές στο σημείο της λοίμωξης εμφανίζεται μια φυσαλίδα, η οποία ρήγνυται και έτσι η βλάβη καλύπτεται από μια κιτρινωπή εφελκίδα.

Πώς μεταδίδεται το μολυσματικό κηρίο;

Η μετάδοση γίνεται με την άμεση επαφή του δέρματος με βλάβες μολυσματικού κηρίου ή μολυσμένα αντικείμενα. Πολλές φορές ειδικά στα παιδιά μπορεί να ενοφθαλμιστεί το βακτήριο από το ένα σημείο στο άλλο με τα χέρια τους και με τα νύχια τους γιατί ξύνουν τις βλάβες τους.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε πως κάποιοι άνθρωποι είναι χρόνιοι φορείς του σταφυλοκόκκου. Φέρουν δηλαδή στο δέρμα τους ή τα ρουθούνια τους το σταφυλόκοκκο, χωρίς να τους προκαλεί πρόβλημα. Οι φορείς μπορεί να αποτελέσουν δεξαμενή μετάδοσης του βακτηρίου σε άλλους ανθρώπους με τους οποίους έρχονται σε επαφή ή να εκδηλώσουν και οι ίδιοι κηρίο υπό ειδικές συνθήκες.

Πώς θεραπεύεται το μολυσματικό κηρίο;

Η θεραπεία συνίσταται σε τοπική ή συστηματική αντιβιοτική αγωγή. Η επιλογή της τοπικής ή συστηματικής θεραπείας εξαρτάται κυρίως από την έκταση και τη σοβαρότητα των δερματικών βλαβών.

Επίσης υπάρχουν κάποια συμπληρωματικά μέτρα, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση της λοίμωξης. Αυτά συνίστανται σε καλό και συχνό πλύσιμο των χεριών, χρήση προσωπικών ειδών υγιεινής, διατήρηση κοντού μήκους νυχιών και αποφυγή άμεσης επαφής με βλάβες κηρίου.

Πότε ένα παιδί με μολυσματικό κηρίο μπορεί να επιστρέψει στο σχολείο του;

Η επιστροφή του παιδιού στο σχολείο μπορεί να γίνει 24 ώρες μετά την έναρξη αποτελεσματικής αντιμικροβιακής αγωγής.

Η μολυσματική τέρμινθος είναι μια συχνή λοίμωξη του δέρματος. Προκαλείται από έναν ιό της οικογένειας Poxvirus και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό ημισφαιρικών, στο χρώμα του δέρματος βλατίδων.

Συχνές ερωτήσεις για τη μολυσματική τέρμινθο:

Ποιες ομάδες του πληθυσμού είναι πιο επιρρεπείς;

Παρ’ όλο που έχουν απομονωθεί 4 τύποι του ιού, ο γενότυπος 1 συναντάται με μεγαλύτερη συχνότητα: είναι υπεύθυνος για το 90% των περιπτώσεων μολυσματικής τερμίνθου. Η λοίμωξη είναι πολύ συχνή στην παιδική ηλικία, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, στους οποίους μεταδίδεται κυρίως σεξουαλικά.  Εμφανίζεται επίσης σε έδαφος ανοσοκαταστολής, όπως λοίμωξης από HIV ή λήψης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Άτομα με ατοπική δερματίτιδα είναι πιο επιρρεπή σε αυτήν την ιογενή λοίμωξη του δέρματος. Αυτό εξηγείται από τη σχετική ανοσοκαταστολή των Τ-βοηθητικών κυττάρων, που παρατηρείται στις οξείες δερματικές βλάβες της ατοπικής δερματίτιδας.

Πώς μεταδίδεται ο ιός της μολυσματικής τερμίνθου;

Όπως πολλοί ιοί της οικογένειας Poxvirus, έτσι και ο ιός της μολυσματικής τερμίνθου μεταδίδεται με άμεση επαφή με το πάσχον δέρμα και γι’ αυτό μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε στο σώμα. Πολύ συχνός τρόπος μετάδοσης βλαβών είναι ο αυτοενοφθαλμισμός με τον ξεσμό ή το άγγιγμα αυτών. Ένα πολύ συχνό παράδειγμα αυτοενοφθαλμισμού είναι η εξάπλωση ιογενών βλατίδων του προσώπου με το ξύρισμα σε άλλα σημεία αυτού. Ο μοναδικός γνωστός ξενιστής του ιού είναι ο άνθρωπος. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί επίσης με τη χρήση κοινών σφουγγαριών και πετσέτας καθώς και με τη συμμετοχή σε αθλήματα, που απαιτούν άμεση σωματική επαφή, όπως η πάλη. Επίσης η χρήση πισίνας έχει ενοχοποιηθεί για τη μετάδοση του ιού.

Πόσος χρόνος μεσολαβεί από τη λοίμωξη μέχρι την εμφάνιση του εξανθήματος;

Ο χρόνος επώασης του υπολογίζεται από 1-6 μήνες με μέσο όρο τις 2-6 βδομάδες.

Πώς εκδηλώνεται κλινικά η νόσος;

Η μολυσματική τέρμινθος είναι μια χρόνια εντοπισμένη λοίμωξη, που χαρακτηρίζεται από σταθερές, ημισφαιρικές, ρόδινες ή στο χρώμα του δέρματος βλατίδες, διαμέτρου 2-5mm, με στίλβουσα επιφάνεια και ομφαλωτό κέντρο. Περιστασιακά οι βλάβες μπορεί να είναι πολυποειδείς με μισχωτή βάση. Ο κνησμός αποτελεί συχνό συνοδό σύμπτωμα και οι βλάβες κάποιες φορές φλεγμαίνουν.

Ποιες είναι οι συνήθεις θέσεις εντόπισης της λοίμωξης;

Η μολυσματική τέρμινθος εμφανίζεται οπουδήποτε στο σώμα, εκτός από τα πέλματα και τις παλάμες. Οι πιο συνήθεις εντοπίσεις είναι: ο κορμός, οι μασχάλες και οι μηρογεννητικές πτυχές. Οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες βλάβες μπορεί να εντοπιστούν, εκτός από τις παραπάνω περιοχές, στα γεννητιικά όργανα, στην άνω-έσω επιφάνεια των μηρών και στο κατώτερο τμήμα της κοιλιακής χώρας. Σε φορείς του AIDS και άλλους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς οι βλάβες μπορεί να είναι μεγάλες και διάσπαρτες.

Πώς διαγιγνώσκεται η μολυσματική τέρμινθος;

Η διάγνωση της μολυσματικής τερμίνθου γίνεται συνήθως από τη χαρακτηριστική εικόνα των βλαβών. Όταν κρίνεται απαραίτητο, η ιστοπαθολογική εξέταση επιβεβαιώνει την κλινική διάγνωση.

Καλό είναι σεξουαλικά ενεργοί έφηβοι και ενήλικες με βλάβες της γεννητικής χώρας να εκτιμηθούν και να υποβληθούν σε παρακλινικό έλεγχο για την πιθανότητα συνύπαρξης άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Πώς θεραπεύοπνται οι βλάβες μολυσματικής τερμίνθου;

Η μολυσματική τέρμινθος συνήθως αυτοϊάται χωρίς επιπλοκές μέσα σε λίγους μήνες. Παρ’ όλα αυτά θεραπεία συστήνεται με στόχο την αποφυγή μετάδοσης αλλά και αυτοενοφθαλμισμού των βλαβών.

Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές επιλογές για τη μολυσματική τέρμινθο:

  • Κρυοθεραπεία
  • Απόξεση-μηχανική καταστροφή των βλαβών
  • Εφαρμογήτοπικάκανθαριδίνης
  • Ουσίες σε μορφή υγρού ή κρέμας, παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται για την καταστροφή των μυρμηκιών και των κονδυλωμάτων

Καμία από τις παραπάνω θεραπείες δεν έχει δείξει υπεροχή σε σχέση με τις άλλες. Γι’ αυτό η επιλογή της εξαρτάται απ’ την εντόπιση των βλαβών, την προτίμηση του ασθενούς και την εμπειρία του γιατρού.

Κρυοθεραπεία: Υγρό άζωτο χρησιμοποιείται γι’ αυτό το είδος της θεραπείας. Το άκρο ενός βαμβακοφόρου στυλεού εμβυθίζεται μέσα στο υγρό άζωτο και εφαρμόζεται επάνω στις βλάβες για 6-10 δευτερόπλεπτα. Η κρυοθεραπεία δίνει γρήγορα και καλά αποτελέσματα και είναι σχετικά ανεκτή από εφήβους και ενήλικες. Παρ’ όλα αυτά ο ήπιος πόνος κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της περιορίζει τη χρήση της σε περιπτώσεις ασθενών παιδικής ηλικίας και σε περιπτώσεις πολλαπλών βλαβών. Η ουλοποίηση και η προσωρινή ή μόνιμη υπομελάγχρωση αποτελούν πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες αυτής.

Απόξεση-Μηχανική καταστροφή: Με αυτήν επιτυγχάνεται απομάκρυνση των ημισφαιρικών βλατίδων με τη βοήθεια ξέστρου ή λαβίδας. Η άμεση εξαφάνιση των βλαβών, επιθυμητό από γιατρό και ασθενή, οδηγεί πολλούς δερματολόγους στην επιλογή αυτής της μεθόδου για την αντιμετώπιση της μολυσματικής τερμίνθου. Η δυσανεξία και η αιμορραγία, επακόλουθα της απόξεσης είναι ενοχλητικά ιδιαίτερα για τα παιδιά, ενώ ο πιθανός κίνδυνος ουλών στα σημεία καταστροφής πρέπει να γνωστοποιούνται στον ασθενή πριν τη θεραπεία.

Κανθαριδίνη: Είναι μια ουσία, που εφαρμοζόμενη τοπικά, προκαλεί το σχηματισμό φυσαλίδας και συχνά χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μολυσματικής τερμίνθου. Πρέπει να εφαρμόζεται από τον εκάστοτε θεράπων δερματολόγο και όχι από τον ίδιο τον ασθενή κατ’ οίκον. Μετά την εξαφάνιση της φυσαλίδας, που αρχικά σχηματίζεται, ακολουθεί η εξαφάνιση των βλαβών χωρίς ουλοποίηση. Η κανθαριδίνη απλώνεται επάνω στη βλάβη με τη βοήθεια ενός βαμβακοφόρου στυλεού και εν συνεχεία καλύπτεται και ξεπλένεται 2-6 ώρες μετά. Η θεραπεία μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 2-4 βδομάδες μέχρι όλες οι βλάβες να εξαφανιστούν. Γενικά θα πρέπει να αποφεύγεται στο πρόσωπο, στη γεννητική και περιπρωκτική χώρα. Κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες αποτελούν το αίσθημα καύσου, ο πόνος, το ερύθημα και ο κνησμός. Μεταφλεγμονώδη υπομελάγχρωση μπορεί να εμφανιστεί και συνήθως εξαφανίζεται τους επόμενους μήνες. Πολύ σπάνια η ουλοποίηση μπορεί να ακολουθήσει τη θεραπεία ως ανεπιθύμητη ενέργεια.

Ποδοφυλλοτοξίνη: Είναι ένας αντιμιτωτικός παράγοντας. Τοπικό ερύθημα, καύσος, πόνος, κνησμός, φλεγμονή και διαβρώσεις μπορούν να εμφανιστούν με τη χρήση του. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως σε μικρά παιδιά.

Θεραπείες δεύτερης γραμμής: Τοπικές θεραπείες, όπως η ιμικουιμόδη και το υδροξείδιο του καλίου (KOH) τυπικά εφαρμόζονται για πολλές βδομάδες, περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η αυτοίαση των βλαβών είναι σύνηθες φαινόμενο. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα αυτών των ουσιών τα ανέδειξαν ως φάρμακα δεύτερης επιλογής στη θεραπεία της μολυσματικής τερμίνθου:

Ιμικουιμόδη: Είναι ένας τοπικός ανοσορρυθμιστικός παράγοντας, που επάγει την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτοκινών. Συνήθως εφαρμόζεται για 3 μη συνεχόμενα βράδια εβδομαδιαίως και ξεπλένεται το πρωί. Το ερύθημα και ο κνησμός είναι κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας. Το φάρμακο έχει αποδειχθεί καλά ανεκτό και από τα παιδιά.

Υδροξείδιο του καλίου (ΚΟΗ): Το ΚΟΗ σε συγκεντρώσεις 5-10% έχει χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτικός παράγοντας της μολυσματικής τερμίνθου. Η συχνότητα εφαρμογής του κυμαίνεται από 3 φορές εβδομαδιαίως εώς 2 φορές ημερησίως. Αίσθημα καύσου μπορεί να συνοδεύει συνήθως τη χρήση ΚΟΗ, ενώ μειώνεται συγκριτικά, με τη χρήση συγκεντρώσεων 5%. Η παροδική μελάγχρωση αποτελεί μια άλλη ανεπιθύμητη ενέργεια του ΚΟΗ.

Άλλες θεραπείες:

Σαλικυλικό οξύ: Το σαλικυλικό οξύ είναι ένας ευρέως γνωστός κερατολυτικός παράγοντας, που έχει συσχετιστεί και με τη θεραπεία της μολυσματικής τερμίνθου.

Τοπικά ρετινοειδή: Τρετινοϊνη, ανταπαλένη και ταζαροτένη έχουν χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της μολυσματικής τερμίνθου. Ο μηχανισμός δράσης τους σχετίζεται με την επαγωγή τοπικής φλεγμονής, η οποία καταστρέφει την πρωτεϊνική-λιπιδική μεμβράνη του ιού. Δεδομένα αποτελεσματικότητας αυτών των φαρμάκων είναι περιορισμένα λόγω της μειωμένης κλινικής εμπειρίας από τη χρήση τους. Η θεραπεία με τοπικά ρετινοειδή μπορεί να ξεκινήσει μέρα παρά μέρα και να αυξηθεί σε 2 φορές ημερησίως, ανάλογα με την ανοχή του ασθενούς. Η εφαρμογή τους διακόπτεται με την πρόκληση τοπικού ερυθήματος. Φλεγμονή και ξηρότητα είναι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες.. Τα τοπικά ρετινοειδή αντενδείκνυνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 Άλλοι τοπικοί παράγοντες: Πάστα με 40% νιτρικό άργυρο έχει αποδειχθεί αποτελεσματική. Φαινόλη και τριχλωροξικό οξύ έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για την καταστροφή βλαβών μολυσματικής τερμίνθου. Ο κίνδυνος πόνου και ουλών καθιστούν αυτούς τους παράγοντες δευτερεύουσα επιλογή.

Το pulsed dye laser έχει αποδειχθεί επίσης αποτελεσματικό.

Laser KTP, CO2 και φωτοδυναμική θεραπεία ανήκουν επίσης στις θεραπευτικές επιλογές.

Οι μυρμηκιές αποτελούν την πιο συχνή εκδήλωση λοίμωξης από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Υπάρχουν πάνω από 200 υπότυποι του ιού. Κάποιοι από αυτούς δείχνουν προτίμηση σε συγκεκριμένες ανατομικές περιοχές. Ο HPV 1 προσβάλλει συνήθως τα πέλματα ενώ οι τύποι 6 και 11 προσβάλλουν την πρωκτογεννητική περιοχή και προκαλούν τα κονδυλώματα.

Συχνές ερωτήσεις για τις μυρμηκιές:

Πώς μεταδίδονται οι μυρμηκιές;

Οι μυρμηκιές μεταδίδονται με άμεση επαφή βρεγμένου, τραυματισμένου ή και υγιούς δέρματος με τη μυρμηκιά. Δεξαμενή του ιού αποτελούν οι άνθρωποι με κλινικές και υποκλινικές λομώξεις. Η άμεση επαφή δέρματος και μυρμηκιάς δε συνεπάγεται απαραίτητα λοίμωξη και εμφάνιση βλαβών στο δέρμα.

Μπορούν οι μυρμηκιές να μεταδοθούν και από «μολυσμένα» αντικείμενα;

Θεωρητικά αυτό είναι εφικτό, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί.

Πόσος χρόνος μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση της μυρμηκιάς;

Ο χρόνος αυτός, που ονομάζεται χρόνος επώασης του ιού είναι από 2-6 μήνες.

Μπορεί να συμβεί αυτόματη υποχώρηση της μυρμηκιάς, χωρίς να απαιτηθεί θεραπεία;

Αυτόματη υποχώρηση της μυρμηκιάς παρατηρείται στα 2/3 των παιδιών εντός 2 ετών από την εμφάνισή της. Στους ενήλικες αυτό μπορεί να συμβεί με πολύ πιο αργούς ρυθμούς και να παρατηρηθεί υποστροφή μετά από πολλά έτη. Οι υποτροπές είναι πολύ συχνές.

Πώς εμφανίζονται οι μυρμηκιές;

Πρόκειται για κάποιες βλατίδες με μυρμηκιώδη επιφάνεια και χρώμα καφεοειδές, ρόδινο, λευκό ή το χρώμα του δέρματος. Συνήθης θέση εντόπισης είναι οι άκρες χείρες αλλά μπορούν να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Υπάρχουν κάποιοι κλινικοί τύποι μυρμηκιών όπως οι κοινές μυρμηκιές, οι πελματιαίες μυρμηκιές και οι ομαλές νεανικές μυρμηκιές.

Πώς και γιατί θεραπεύονται οι μυρμηκιές;

Παρ΄ ότι οι μυρμηκιές παρουσιάζουν δυνατότητα αυτόματης υποχώρησης κυρίως στα παιδιά, καλό είναι να καταστρέφονται λόγω του κινδύνου μετάδοσής τους σε άλλα μέρη του σώματος αλλά και σε άλλους ανθρώπους με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή.

1ης γραμμής θεραπεία των μυρμηκιών αποτελεί η κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο. Λόγω του μεγάλου πάχους των βλαβών συνήθως απαιτούνται επαναληπτικές συνεδρίες κρυοθεραπείας για την αποτελεσματική θεραπεία αυτών.

Εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανοσοδιεγερτικοί παράγοντες όπως η κρέμα ιμικουιμόδης, κερατολυτικοί παράγοντες όπως το σαλικυλικό οξύ και το τριχλωροξικό οξύ, χειρουργική αφαίρεση αυτών, καταστροφή τους με laser ή διαθερμοκαυτηρίαση.

Η επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης εξαρτάται από τον αριθμό των βλαβών, την εμπειρία και την εξοικείωση του δερματολόγου με τις διάφορες μεθόδους αλλά και την επιθυμία του ασθενούς.

Πώς μπορούμε να προφυλαχτούμε από την εμφάνιση μυρμηκιών;

Δεδομένου του γεγονότος πως οι μυρμηκιές αποτελούν μια ιογενή μεταδοτική κατάσταση, είναι καλό να αποφεύγεται η χρήση κοινών αντικειμένων όπως  ξυραφάκια, ελαφρόπετρες, λίμες νυχιών και άλλα. Η χρήση δημόσιας ντουζιέρας θα πρέπει να συνοδεύεται από χρήση υποδημάτων προς μείωση του κινδύνου μετάδοσης του HPV. Τέλος οι άνθρωποι που φέρουν μυρμηκιές δε θα πρέπει να κάνουν προσπάθειες αυτοσχέδιας θεραπείας γιατί μπορεί να οδηγήσουν στον αυτοενοφθαλμισμό της μυρμηκιάς τους σε άλλα σημεία.

Τα οξυτενή κονδυλώματα αποτελούν μια πολύ συχνή, ιογενούς αιτιολογίας, σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο. Παρ’ όλο που προσβάλλονται και τα δύο φύλα, οι γυναίκες φαίνεται να παρουσιάζουν υπεροχή στη συχνότητα προσβολής.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στα κονδυλώματα:

Πού οφείλονται τα κονδυλώματα;

Τα οξέα κονδυλώματα προκαλούνται από λοίμωξη με τον ιό των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων (human papillοma virus-HPV). Οι HPV αποτελούν μια ομάδα μολυσματικών και κυρίως σεξουαλικώς μεταδιδόμενων ιών, διπλής έλικας DNA.

Πόσος χρόνος μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση των κονδυλωμάτων;

Ο χρόνος επώασης του ιού (χρόνος που μεσολαβεί από την έκθεση στον ιό μέχρι την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων) μετά την έκθεση κυμαίνεται από 3 βδομάδες μέχρι 8 μήνες. Οι περισσότερες λοιμώξεις είναι παροδικές και υποχωρούν σε 2 χρόνια. Επίμονες λοιμώξεις σε έδαφος άλλων καταστάσεων, όπως λοίμωξης με HIV (AIDS) σχετίζονται με την ανάπτυξη ακανθοκυτταρικού καρκινώματος.

Ποιοι ιοί είναι υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου εκ πλακώδους επιθηλίου;

Υπάρχουν πάνω από 70 διαφορετικοί τύποι του ιού. Απ’ αυτούς οι 35 τύποι είναι υπεύθυνοι για την προσβολή του επιθηλίου της γεννητικής περιοχής και έχουν πιθανότητα να προκαλέσουν κακοήθη βλάβη στην περιοχή, όπως καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ή του πρωκτού. Οι τύποι 16 και 18 είναι οι πιο συχνά σχετιζόμενοι με ακανθοκυτταρικό καρκίνο. Οι χαμηλού κινδύνου τύποι του ιού, όπως ο HPV6 και ο  HPV11 σχετίζονται συχνότερα με καλοήθη κονδυλώματα και μικρού βαθμού κακοήθειας ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία Οι μεσαίου κινδύνου τύποι του ιού μπορούν να προκαλέσουν μεγάλου βαθμού δυσπλασία, η οποία επιμένει, αλλά σπάνια εξελίσσεται σε επιθετικό στάδιο.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση κονδυλωμάτων;

Η εμφάνιση κονδυλωμάτων σχετίζεται με τη σεξουαλική δραστηριότητα.

Ποιοι είναι οι τρόποι μετάδοσης του ιού;

Γυναίκες: Στις γυναίκες ο βασικός τρόπος μετάδοσης είναι η σεξουαλική κολπική επαφή. Πρωκτικά κονδυλώματα μπορούν να εμφανιστούν από επέκταση από το αιδοίο ή το περίνεο ή κατόπιν πρωκτικής επαφής. Ο κίνδυνος της νόσου αυξάνει με τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων.

Άντρες: Στους άντρες η γεννητική περιοχή προσβάλλεται κατόπιν σεξουαλικής δραστηριότητας. Περιπρωκτικές βλάβες μπορούν να παρατηρηθούν σε ετεροφυλόφιλους άντρες, αλλά είναι πιο συχνές σε άντρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άτομα του ιδίου φύλου. Ο κίνδυνος προσβολής αυξάνει, όπως και στις γυναίκες, με τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων.

Πώς εμφανίζονται τα κονδυλώματα;

Τα κονδυλώματα είναι εξωφυτικά μορφώματα, στο χρώμα του δέρματος. Μπορεί να είναι λείες επίπεδες βλατίδες ή να έχουν πιο θηλωματώδη εμφάνιση.

Είναι συμπτωματτικά τα κονδυλώματα;

Τα συμπτώματα, που σχετίζονται με τα οξυτενή κονδυλώματα εξαρτώνται από των αριθμό αυτών και την εντόπισή τους. Ασθενείς με μικρό αριθμό βλαβών είναι συνήθως ασυμπτωματικοί. Άλλοι ασθενείς πιθανόν να παρουσιάζουν κνησμό, αιμορραγία, αίσθημα καύσου ή τάσης, κολπική έκκριση (οι γυναίκες) ή και πόνο.

Υπάρχει πιθανότητα λοίμωξης από τον ιό χωρίς την εμφάνιση κονδυλωμάτων;

Η υποκλινική λοίμωξη είναι πολύ πιο συχνή απ’ ότι τα εξωφυτικά κονδυλώματα, μεταξύ τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Η λοίμωξη συχνά διαγιγνώσκεται έμμεσα στον τράχηλο με το τεστ Pap, την κολποσκόπηση ή τη βιοψία και στο πέος, το αιδοίο και το δέρμα των γεννητικών οργάνων με την εμφάνιση λευκών περιοχών μετά την εφαρμογή οξεικού οξέος. Δεν ενδείκνυται θεραπεία.

Πώς διαγιγνώσκονται τα κονδυλώματα;

Η διάγνωση τίθεται συνήθως με την απλή επισκόπηση της πάσχουσας περιοχής. Οι βλάβες έχουν χαρακτηριστική κλινική εικόνα. Σε εκτεταμένες προσβολές η κλινική εξέταση πρέπει να συνοδεύεται από πρωκτοσκόπηση, σιγμοειδοσκόπηση, κολονοσκόπηση και κολποσκόπηση.

Βιοψία χρειάζεται, όταν η διάγνωση δεν τίθεται με βεβαιότητα, σε αυτούς που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς ή σε παρουσία άτυπων βλαβών. Πολλοί συστήνουν τη βιοψία ως εξέταση ρουτίνας σε κάθε ασθενή με κονδυλώματα με στόχο την ανίχνευση ή τον αποκλεισμό δυσπλασίας.

Ποιοι είναι οι τρόποι καταστροφής των κονδυλωμάτων;

Η θεραπεία των οξυτενών κονδυλωμάτων μπορεί να επιτευχθεί με μία από τις τρεις παρακάτω προσεγγίσεις: α) τη χημική ή φυσική καταστροφή των βλαβών, β) την ανοσολογική θεραπεία και γ) τη χειρουργική αφαίρεση. Η προτιμότερη μέθοδος εξαρτάται από τον αριθμό και την έκταση των βλαβών. Γενικά όλες οι θεραπείες δεν είναι πάντα επαρκείς και ικανοποιητικές, γιατί δε μειώνουν τον κίνδυνο υποτροπών, που κυμαίνεται από 30-70%, μέσα σε 6 μήνες μετά τη θεραπεία.

Υπερτερεί κάποια θεραπεία στην καταστροφή των κονδυλωμάτων έναντι άλλων θεραπειών;

Δεν υπάρχουν δεδομένα, που να δίνουν υπεροχή σε κάποια θεραπευτική μέθοδο ή να την καθιστούν κατάλληλη για όλους τους ασθενείς και τους τύπους κονδυλωμάτων. Εάν ο δερματολόγος διαθέτει τριχλωροξικό οξύ ή ποδοφυλλίνη στο ιατρείο του είναι καλό να παρέχει με αυτά τα μέσα μια αρχική θεραπεία κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης, που τίθεται η διάγνωση αυτών, και να συστήνει συνέχιση θεραπείας κατ’ οίκον με ιμικουιμόδη ή ποδοφυλλοτοξίνη και επανεξέταση του ασθενούς. Σε αντίθετη περίπτωση, μη διάθεσης των προαναφερθέντων διαλυμάτων, ο ασθενής μπορεί να προσπαθήσει με κατ’ οίκον αγωγή (ποδοφυλλοτοξίνη ή ιμικουιμόδη). Εκτός αν πρόκειται για μεγάλου μεγέθους κονδυλώματα 1-2 cm, οπότε παραπέμπεται απευθείας για τη χειρουργική θεραπεία αυτών.

Παρακάτω περιγράφονται αναλυτικά οι διάφορες θεραπευτικές επιλογές, χειρουργικές και μη:

Α) Χημικοί παράγοντες: Οι χημικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ποδοφυλλίνη, το τριχλωροξικό οξύ και την 5-φθοριοουρακίλη.

Ποδοφυλλίνη: Η ποδοφυλλίνη περιέχει τον αντιμιτωτικό παράγοντα ποδοφυλλοτοξίνη, που δρα ανασταλτικά στον κυτταρικό κύκλο και οδηγεί στον κυτταρικό θάνατο. Το διάλυμα ποδοφυλλίνης όταν χρησιμοποιείται τοπικά ως μονοθεραπεία 1-2 φορές εβδομαδιαίως έχει περιορισμένη επιτυχία στην εξαφάνιση των κονδυλωμάτων (20-50% σε 3 μήνες). Γι’ αυτό συνήθως συνδυάζεται με κάποια άλλη θεραπευτική μέθοδο, όπως η κρυοθεραπεία.

Το φάρμακο εφαρμόζεται σε μικρή περιοχή του δέρματος, αφήνεται να στεγνώσει και ξεπλένεται σε 6 ώρες από την εφαρμογή. Δε θα πρέπει να απλώνεται σε μεγάλες περιοχές λόγω πιθανής νευροτοξικότητας και πόνου, που μπορούν να προκληθούν από τη νέκρωση της περιοχής. Η ποδοφυλλίνη αντενδείκνυται στο κολπικό επιθήλιο λόγω του κινδύνου χημικών εγκαυμάτων. Το φάρμακο είναι επίσης τερατογόνο και δε χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι αναστρέψιμες και ποικίλουν από ήπιο ερεθισμό εώς έλκος και πόνο, που εξαρτώνται από τη συγκέντρωση του φαρμάκου και το χρόνο παραμονής του στο δέρμα.

Α1) Ποδοφυλλοτοξίνη: Ένας παρόμοιος παράγοντας, η ποδοφυλλοτοξίνη 0.5% μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τον ασθενή κατ’ οίκον. Εφαρμόζεται σε εξωτερικά κονδυλώματα δύο φορές ημερησίως για 3 ημέρες. Ακολουθεί διακοπή για 4 ημέρες και αυτός ο κύκλος θεραπείας επαναλαμβάνεται για περισσότερο από 4 φορές.

Α2) Τριχλωροξικό οξύ: Το τριχλωροξικό οξύ σε συγκέντρωση 80-90% καταστρέφει φυσικά τα κονδυλώματα προκαλώντας μετουσίωση των πρωτεϊνών του ιού. Η αποτελεσματικότητά του και οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι παρόμοια με της ποδοφυλλίνης. Απαιτούνται επανειλημμένες  εφαρμογές του διαλύματος. Σε αντίθεση όμως με την ποδοφυλλίνη, το τριχλωροξικό οξύ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εσωτερικές βλάβες (στον κόλπο ή στον τράχηλο της μήτρας) και δεν αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το τριχλωροξικό οξύ είναι αρκετά καυστικό και δεν πρέπει να απλώνεται στο πέριξ των βλαβών δέρμα.

Α3) 5-Φθοριοουρακίλη: Η 5-φθοριοουρακίλη είναι ένας αντιμεταβολίτης πυριμιδίνης, που μεσολαβεί και εμποδίζει τη σύνθεση του DNA. Η γέλη, που αποτελείται από 5-φθοριοουρακίλη και επινεφρίνη μπορεί να ενεθεί ενδοβλαβικά.

Β) Ανοσοδιεγέρτες: Η ιμικουιμόδη και η ιντερφερόνη-α είναι δύο διεγερτικοί παράγοντες του ανοσιακού συστήματος, που έχουν χρησιμοποιηθεί. Η ιμικουιμόδη είναι ένας διεγέρτης, που δρα μέσω επαγωγής της κυτοκίνης. Η εφαρμογή της με τη μορφή κρέμας 5% έχει δείξει σημαντική αποτελεσματικότητα (72-84% των ασθενών ανταποκρίθηκαν μερικώς ενώ το 40-70% απαλλάχθηκε εντελώς από τις βλάβες) με μικρό ποσοστό υποτροπών. Ακόμα και ασθενείς που δεν καθάρισαν πλήρως παρουσίασαν σημαντική μείωση του μεγέθους των βλαβών. Η ιμικουιμόδη έχει χρησιμοποιηθεί επίσης για τη θεραπεία ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του αιδοίου και του πρωκτού. Δεν ενδείκνυται για εσωτερική χρήση. Η κρέμα ιμικουιμόδης 5% εφαρμόζεται το βράδυ 3 φορές εβδομαδιαίως, μένει στην περιοχή για 6-10 ώρες και έπειτα ξεπλένεται. Η συνολική διάρκεια εφαρμογής πρέπει να ξεπερνά τις 16 βδομάδες. Η πιο σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι το ήπιο εώς σοβαρό τοπικό ερύθημα.

Γ) Χειρουργική θεραπεία: Η καταστρεπτική ή αφαιρετική χειρουργική θεραπεία αποτελεί επιλογή, όταν οι προηγηθείσες συντηρητικές έχουν αποτύχει. Η κρυοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί σε κατάλληλα εξοπλισμένο ιατρείο, αλλά η θεραπεία με laser και η χειρουργική εκτομή απαιτούν ειδικές χειρουργικές αίθουσες.

Γ1) Κρυοθεραπεία: Η κρυοθεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί στο δερματολογικό ιατρείο με τη χρήση υγρού αζώτου. Εφαρμόζεται με βαμβακοφόρο στυλεό ή με συσκευή ψεκασμού (cryospray). Η διαδικασία είναι ασφαλής και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η μέθοδος προκαλεί πόνο κατά τη διενέργειά της καθώς και φλεγμονή τοπικά με το πέρας της. Το ποσοστό εξαφάνισης των κονδυλωμάτων που επιτυγχάνεται στους 3 μήνες είναι 63-92% και δεν αρκεί μία μόνο εφαρμογή. Το οξείδιο του αζώτου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για βλάβες στον κόλπο, ενώ μπορεί να εφαρμοστεί στον τράχηλο της μήτρας, γιατί ψύχει καλύτερα τους ιστούς εκεί.

Γ2) Θεραπεία με laser: Η θεραπεία με laser CO2 ή Nd Yag διενεργείται σε χειρουργικές αίθουσες και απαιτεί κατάλληλο εξοπλισμό και αναισθησία. Η κολονοσκόπηση είναι πολλές φορές απαραίτητη για να καταδείξει τις εσωτερικές βλάβες, ώστε να επιτευχθεί καταστροφή αυτών με laser. O ιστός απορροφά την ενέργεια του laser, η οποία μετατρέπεται σε θερμότητα και εξαχνώνει τα κονδυλώματα. Η ιστική καταστροφή δε θα πρέπει να ξεπερνά το 1mm βάθους. Η τεχνική παρουσιάζει αποτελεσματικότητα που αγγίζει το 100% σε ένα χρόνο, αλλά οι υποτροπές μπορούν να ξεπεράσουν το 45%. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ουλές και πόνο. Το μειονέκτημα της θεραπείας με laser αποτελεί το υψηλό κόστος αυτής.

Γ3) Χειρουργική αφαίρεση: Αυτή επιτυγχάνεται είτε με κατ’ εφαπτομένη εκτομή με ψαλίδι, ξυράφι ή απόξεση ή με ηλεκτροχειρουργική. Η εκτομή με ψαλίδι ή ξυράφι απαιτεί αναισθησία και ενέχει κίνδυνο λοίμωξης και αιμορραγίας. Το ποσοστό πλήρους κάθαρσης στους 3 μήνες ανέρχεται σε 36%. Η βλάβη αποκολλάται από το υγιές δέρμα ή βλεννογόνο και τα υπολείμματα αυτής καυτηριάζονται. Προσοχή πρέπει να δίνεται στον καυτηριασμό, ο οποίος δε θα πρέπει να εκτείνεται μέχρι το υποδόριο λίπος.

Πώς παρακολουθούνται οι ασθενείς με ιστορικό κονδυλωμάτων;

Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας των οξυτενών κονδυλωμάτων, απαιτείται αυτοεξέταση με επισκόπηση της γεννητικής περιοχής περιοδικά με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση νέων βλαβών. Εξαφάνιση των κονδυλωμάτων δε σημαίνει απαραίτητα και απαλλαγή από τον ιό. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η θεραπεία των μακροσκοπικά ορατών κονδυλωμάτων επηρεάζει την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου ή του πρωκτού.

Ποια είναι η πιθανότητα υποτροπής των βλαβών μετά τη θεραπεία τους;

Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα υποτροπής των βλαβών και αυτό συμβαίνει συνήθως σε διάστημα 3-6 μηνών από τη θεραπεία. Το πρόβλημα υποτροπής παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες με ανεπάρκεια του ανοσιακού συστήματος, όπως σε φορείς του AIDS. Οι γυναίκες πρέπει να ενημερώνονται για την ανάγκη ετήσιου κυτταρολογικού ελέγχου (test Παπανικολάου), ο οποίος συνίσταται και σε γυναίκες χωρίς κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων.

Υπάρχουν τρόποι πρόληψης του ιού των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων;

Α) HPV εμβολιασμός: Τρία εμβόλια είναι διαθέσιμα στο εμπόριο για την προστασία από τη λοίμωξη με ορισμένους υψηλού κινδύνου ιούς HPV: το Gardasil, το Cervarix και το νεότερο Gardasil 9. To πρώτο είναι τετραδύναμο και προφυλάσσει από τους τέσσερις πλέον νοσογόνους και επικίνδυνους υποτύπους του ιού:  HPV6, 11, 16, 18. Έτσι προστατεύει από δυσπλασίες και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας (προκαλούμενα από τους υποτύπους HPV16 και 18) και από τα κονδυλώματα (προκαλούμενα από τους υποτύπους HPV6 και 11). Το Cervarix προστατεύει μόνο από τους δύο υποτύπους HPV16 και 18, που είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. To Gardasil 9 είναι εννιαδύναμο και προστατεύει από 9 υποτύπους του ιού: HPV6, 11, 16, 18, 31, 33, 45, 52, 58.

Β) Σεξουαλική επαφή: Αποφεύγοντας σεξουαλικούς συντρόφους, που έχουν κονδυλώματα ή τον ιό HPV μειώνεται ο κίνδυνος προσβολής. Βέβαια αυτό στην πράξη δε φαίνεται εύκολο, καθώς άτομα φορείς του HPV δεν έχουν πάντα ορατές βλάβες (κονδυλώματα). Η χρήση προφυλακτικού δεν παρέχει πλήρη προστασία από τον ιό, καθώς περιοχές που δεν καλύπτονται από αυτό μπορούν να αποτελέσουν εστίες μετάδοσης.

Ο ακροχόρδων γνωστός και ως δερματικό θήλωμα ή μαλακό ίνωμα είναι εξωφυτική βλάβη, που αναπτύσσεται   σε έδαφος υγιούς δέρματος. Πρόκειται για μαλακό, καστανό ή στο χρώμα του δέρματος, στρογγυλό ή ωοειδές, μισχωτό θήλωμα με στενή βάση και μέγεθος, που κυμαίνεται από 1-10mm. Εμφανίζεται στο 25% των ενηλίκων και η συχνότητα εμφάνισης αυξάνει με την ηλικία.

Υπάρχει οικογενής προδιάθεση στην εμφάνιση των βλαβών. Παρατηρούνται συχνότερα σε γυναίκες, παχύσαρκα άτομα και κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, ενώ μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα με το πέρας του τοκετού.

Συχνότερες θέσεις εντόπισης είναι οι πτυχές, όπως μασχάλες, τράχηλος, υπομαζική χώρα και μηρογεννητικές πτυχές. Δεν προκαλούν κάποιο σύμπτωμα, αλλά καθίστανται συμπτωματικές σε περίπτωση συνεχούς τριβής και τραυματισμού τους.

Η διάγνωση των θηλωμάτων γίνεται κλινικά. Πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από:

  • Νευροϊνώματα, τα οποία είναι συνήθως μεγαλύτερα σε μέγεθος και πιο σταθερά (όχι τόσο ευκίνητα)
  • Μισχωτούς σπίλους, από τους οποίους μπορεί να διαφέρουν μόνο ιστολογικά

Θεραπεία ενδείκνυται μόνο όταν οι βλάβες ερεθιστούν ή για λόγους αισθητικούς. Οι θεραπευτικές επιλογές είναι οι παρακάτω:

  • Απλή αφαίρεση με λαβίδα ή ψαλίδι. Μόνο μεγάλες σε μέγεθος βλάβες ίσως χρειαστούν ράμμα
  • Κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο
  • Ηλεκτροχειρουργική

Συνήθως οι ασθενείς με προδιάθεση εμφανίζουν νέες βλάβες, ενώ οι υποτροπές είναι λιγότερο συχνές.

Η σύφιλη αποτελεί ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, με ποικιλία κλινικών σταδίων και εκδηλώσεων. Οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (Treponema pallidum) και προσβάλλει συνήθως νεαρά άτομα ηλικίας 20-39 ετών.  Όσον αφορά στο συχνότερα προσβαλλόμενο φύλο, οι άντρες επικρατούν έναντι των γυναικών με αναλογία 2/1 ως 4/1, πιθανόν λόγω της εντονότερης σεξουαλικής δραστηριότητας τους. Η ωχρά σπειροχαίτη δε ζει και δεν προκαλεί νόσο πέραν του ανθρώπινου σώματος. Μεταδίδεται από άτομο σε άτομο μέσω της άμεσης επαφής με τη μολυσματική βλάβη.

Συχνές ερωτήσεις για τη σύφιλη:

Ποια είναι τα κλινικά στάδια της σύφιλης;

Α) Πρωτογόνος σύφιλη: Η πρώτη ένδειξη συφιλιδικής λοίμωξης είναι η ανάπτυξη του πρωτοπαθούς έλκους. Εμφανίζεται συνήθως 10-90 ημέρες μετά την άμεση επαφή με προσβεβλημένο άτομο, στην περιοχή ενοφθαλμισμού, που είναι συνήθως η γεννητική περιοχή. Παρ’ όλα αυτά εξωγεννητικά έλκη κυρίως ορθοπρωκτικά αποτελούν πλέον σύνηθες εύρημα. Κάθε εμμένουσα, σκληρής σύστασης ή διαβρωτική βλάβη της πρωκτογεννητικής περιοχής θα πρέπει να θεωρείται ύποπτη και να εξετάζεται από ειδικό.

Το κλασικό συφιλιδικό έλκος ξεκινά ως ερυθρή κηλίδα, η οποία εξελίσσεται σταδιακά σε βλατίδα με διαβεβρωμένη επιφάνεια.  Συνήθως είναι ανώδυνο και σκληρό, στρογγυλό ή ωοειδές, με σαφή όρια. Οι συνήθεις εντοπίσεις του στους άντρες είναι η έσω επιφάνεια της ακροποσθίας, η στεφανιαία αύλακα, το σώμα και η βάση του πέους, ενώ στις γυναίκες ο τράχηλος, ο κόλπος, το αιδοίο και η κλειτορίδα. Το έλκος είναι συνήθως μονήρες. Δεν αποκλείεται όμως η παρουσία πολλαπλών ελκών, κάτι που αφορά περίπου το 40% των προσβληθέντων.

Σύστοιχη λεμφαδενοπάθεια φυσιολογικά συνοδεύει το έλκος της πρωτογόνου σύφιλης και εμφανίζεται μία βδομάδα μετά από αυτό. Οι λεμφαδένες είναι σκληροί, ανώδυνοι, διακριτοί, ευκίνητοι και συνήθως ετερόπλευροι.

Χωρίς θεραπεία το έλκος επιμένει για 2-8 βδομάδες και στη συνέχεια εξαφανίζεται αυτόματα.

Β) Δευτερογόνος σύφιλη: Περίπου 6 βδομάδες μετά την εμφάνιση του πρωτοπαθούς έλκους, ένας ασθενής χωρίς θεραπεία θα εκδηλώσει συμπτώματα και σημεία δευτερογόνου σύφιλης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου επώασης και του πρωτοπαθούς σταδίου της σύφιλης, η σπειροχαίτη πολλαπλασιάζεται και διασπείρεται αιματογενώς στο σώμα.  Όταν οι σπειροχαίτες έχουν πολλαπλασιαστεί επαρκώς, η δευτερογόνος σύφιλη εκδηλώνεται.

Εκτός από τις δερματοβλεννογόνιες βλάβες, ο ασθενής στο στάδιο αυτό μπορεί να  παρουσιάσει και μια πλειάδα συστηματικών συμπτωμάτων όπως: κακουχία, πυρετό, πονόλαιμο, κεφαλαλγία, ανορεξία, αρθραλγία κ.α. Συνήθως παρατηρείται γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια, συχνά ηπατομεγαλία (10% των περιπτώσεων) και περιστασιακά σπληνομεγαλία.  Άλλες συστηματικές εκδηλώσεις, που μπορεί να παρατηρηθούν είναι: νεφρωσικό σύνδρομο, ηπατίτιδα, αρθρίτιδα, περιοστίτιδα, οστεϊτιδα, τενοντίτιδα, μυοσίτιδα, ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις, μηνιγγίτιδα, παράλυση κρανιακών νεύρων, κ.α.

Η κλινική εικόνα των δερματικών βλαβών της δευτερογόνου σύφιλης παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Το πιο συχνό εξάνθημα είναι το βλατιδολεπιδώδες. Παρ’ όλα αυτά μπορούν να εμφανιστούν κηλιδώδεις, κηλιδοβλατιδώδεις, βλατιδώδεις, περιθυλακικές, βλατιδοφλυκταινώδεις και φλυκταινώδεις βλάβες. Η δευτερογόνος σύφιλη παρουσιάζει συνήθως διάσπαρτη κατανομή. Συχνά τα πέλματα και οι παλάμες προσβάλλονται και αυτό αποτελεί ένα χρήσιμο διαγνωστικό στοιχείο καθώς πολύ λίγες από τις δερματικές παθήσεις, που μπαίνουν στη διαφοροδιάγνωση, χαρακτηρίζονται από προσβολή παλαμών και πελμάτων.

Γ) Λανθάνουσα σύφιλη:  Είναι το στάδιο της ασυμπτωματικής σύφιλης. Η διάγνωση τίθεται από τις ορολογικές αντιδράσεις οι οποίες είναι θετικές. Διακρίνεται στην πρώιμη λανθάνουσα, με διάρκεια<1 έτος και στην όψιμη λανθάνουσα, με διάρκεια> 1 έτος. Το λανθάνον στάδιο μπορεί να διαρκεί επ’ αόριστον, να διακοπεί από υποτροπή δευτερογόνου σύφιλης ή να μεταπέσει στην τριτογόνο σύφιλη. Η λανθάνουσα σύφιλη δεν αποκλείει τη μολυσματικότητα.

Δ) Τριτογόνος σύφιλη: Μετά τη λανθάνουσα σύφιλη, ένα μικρό ποσοστό των ασθενών θα μεταπέσει σε τριτογόνο σύφιλη, η οποία σήμερα είναι πολύ σπάνια, γιατί οι ασθενείς λαμβάνουν θεραπεία στα αρχικά στάδια της νόσου. Οι βλάβες στο στάδιο αυτό ταξινομούνται σε δερματοβλεννογόνιες αλλοιώσεις (οζίδια, έλκη και κομμιώματα), καρδιαγγειακή σύφιλη, νευροσύφιλη και σύφιλη των οστών.

Πώς διαγιγνώσκεται η σύφιλη;

Εξέταση σκοτεινού πεδίου: Αναζητείται η ωχρά σπειροχαίτη με τη βοήθεια μικροσκοπίου σε υλικό, το οποίο έχει ληφθεί από βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων.

Δοκιμασία φθοριζόντων αντισωμάτων: Χρησιμοποιούνται φθορίζοντα αντισώματα για την ανίχνευση της ωχράς σπειροχαίτης σε υγρό που λαμβάνεται από τη βλάβη.

Ορολογικές αντιδράσεις: Με αυτές ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον της ωχράς σπειροχαίτης και διακρίνονται σε α) μη τρεπονηματικές (μη ειδικές) και σε β) τρεπονηματικές (ειδικές).

Α) Μη τρεπονηματικές ορολογικές αντιδράσεις: Ανιχνεύουν μη ειδικά αντισώματα. Θετικοποιούνται 4-6 βδομάδες μετά τη λοίμωξη ή συγχρόνως με την εμφάνιση του πρωτοπαθούς έλκους. Στο πρώιμο λανθάνον στάδιο παραμένουν θετικές σε χαμηλούς τίτλους, ενώ στο όψιμο και τρίτο στάδιο της νόσου είναι θετικές στο 70%. Η ευαισθησία τους είναι μειωμένη σε σχέση με τις ειδικές ορολογικές αντιδράσεις.

Αν ο ασθενής αντιμετωπιστεί στο πρώτο στάδιο της νόσου (πρωτογενής σύφιλη), οι αντιδράσεις αρνητικοποιούνται ένα χρόνο μετά τη θεραπεία. Αν η θεραπεία γίνει στο δεύτερο στάδιο (δευτερογόνος σύφιλη), θα αρνητικοποιηθούν δύο χρόνια μετά, ενώ θα χρειαστούν 2-5 χρόνια, αν η θεραπεία καθυστερήσει μέχρι το πρώιμο λανθάνον στάδιο. Ο ασθενής δεν προλαβαίνει να γίνει οροθετικός, αν η θεραπεία αρχίσει τις 4-6 πρώτες βδομάδες από τη μόλυνση.

Β) Τρεπονηματικές δοκιμασίες: Ανιχνεύουν ειδικά αντισώματα. Θετικοποιούνται 4-6 βδομάδες μετά τη λοίμωξη  και παραμένουν θετικές ανεξάρτητα από το στάδιο, την εξέλιξη και τη θεραπεία της νόσου.

Ιστοπαθολογική εξέταση (βιοψία)

Ποια είναι η θεραπεία της σύφιλης;

Η παρεντερική πενικιλλίνη (ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια) αποτελεί το φάρμακο επιλογής για όλα τα στάδια της νόσου. Ο αριθμός και τα μεσοδιαστήματα των δόσεων καθώς και η ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χορήγηση του αντιβιοτικού εξαρτώνται από το στάδιο της νόσου. Εναλλακτική θεραπεία σε περίπτωση αλλεργίας γίνεται με τετρακυκλίνες.

Τι πρέπει να γίνεται με τους ερωτικούς συντρόφους του πάσχοντος;

Οι ερωτικοί σύντροφοι του πάσχοντος θα πρέπει να παραπέμπονται επίσης για εξέταση και θεραπεία.

H ψώρα είναι μια παρασιτική δερματοπάθεια, προκαλούμενη από το άκαρι της ψώρας. Πρόκειται για εξάνθημα με έντονο κνησμό και χαρακτηριστική κατανομή.

Συχνές ερωτήσεις που αφορούν στην ψώρα:

Ποια εποχή είναι περισσότερα τα περιστατικά της ψώρας;

Σε χώρες με εύκρατο κλίμα τα περιστατικά ψώρας είναι πολύ περισσότερα το χειμώνα απ’ ότι τους θερινούς μήνες. Αυτό συμβαίνει λόγω του συχνότερου συγχρωτισμού, αλλά και λόγω της προτίμησης των ακάρεων στις χαμηλές θερμοκρασίες.

Πώς μεταδίδεται το άκαρι της ψώρας;

Η μετάδοση της γίνεται συνήθως από άτομο σε άτομο με την άμεση επαφή. Η μετάδοση από τους γονείς στα παιδιά και ιδιαίτερα από τη μητέρα στο βρέφος είναι σύνηθες φαινόμενο. Σε νεαρούς ενήλικες ο τρόπος μετάδοσης είναι κυρίως η σεξουαλική επαφή. Αν και δεν είναι τόσο συχνό, έχουν αναφερθεί περιστατικά μετάδοσης της ψώρας με την επαφή μολυσμένων ρούχων ή με την κατάκλιση σε κρεβάτι προσβεβλημένου από τη νόσο ατόμου.

Πόσο αντέχουν τα ακάρεα έξω από το ανθρώπινο σώμα;

Κάτω από τις συνήθεις συνθήκες τα ακάρεα μπορούν να επιβιώσουν έξω από το ανθρώπινο σώμα-ξενιστή από 24-36 ώρες. Αντέχουν περισσότερο σε χαμηλές θερμοκρασίες με υψηλή σχετικά υγρασία.

Ποιος είναι ο κύκλος ζωής του ακάρεως;

Το άκαρι της ψώρας είναι άσπρου-καφέ χρώματος, με 4 ζεύγη άκρων και σχήμα ημισφαιρικό. Το μέγεθος του θηλυκού είναι 0.4x0.3 mm. Αυτό το μέγεθος αγγίζει τα όρια της ορατότητας με γυμνό μάτι, αλλά η επιβίωσή τους μέσα στις σήραγγες, που δημιουργούν στην επιδερμίδα, τα καθιστά μη αντιληπτά. Η ικανότητά τους να δημιουργούν σήραγγες οφείλεται στην παραγωγή πρωτεολυτικών ενζύμων, τα οποία δημιουργούν βλάβες στα κερατινοκύτταρα. Κατά τη γονιμοποίηση το θηλυκό άκαρι εισχωρεί στην επιδερμίδα στο επίπεδο της κοκκώδους στιβάδας, όπου επεκτείνει τη σήραγγα κατά 2mm κάθε μέρα, αναπαράγεται με τη μορφή αυγών (2-3 ημερησίως) και ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του σε 1-2 μήνες.

Ποια είναι τα συμπτώματα της ψώρας;

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ψώρας είναι ο κνησμός, ο οποίος είναι βασανιστικός και ξυπνά τον ασθενή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Τα συμπτώματα τυπικά ξεκινούν 3-6 βδομάδες από τη μόλυνση του ατόμου.

Πώς εκδηλώνεται η ψώρα στο δέρμα μας;

Η θεμελιώδης βλάβη είναι μια μικρή, ερυθηματώδη βλατίδα, που συχνά μετατρέπεται σε αιμορραγιική εφελκίδα. Οι βλάβες δεν είναι σοβαρές και πολλές φορές περνούν απαρατήρητες. Πιο εντυπωσιακή και χαρακτηριστική, όταν είναι παρούσα, είναι η σήραγγα, μια λεπτή γκρι, κόκκινη ή πολλές φορές καφέ γραμμή, μήκους 2-15mm.

Ποιες είναι οι συνήθεις θέσεις εντόπισης της ψώρας;

Το εξάνθημα της ψώρας εντοπίζεται συνήθως στις πλάγιες επιφάνειες των δαχτύλων, στις καμπτικές επιφάνειες των καρπών, στις εκτατικές επιφάνειες των αγκώνων, στην πρόσθια και οπίσθια επιφάνεια των μασχαλών, γύρω από τις θηλές, στην οσφύ, στην περιοχή των γεννητικών οργάνων στους άντρες, στην κάτω μοίρα των γλουτών και άνω μοίρα των μηρών και στην εκτατική επιφάνεια των γονάτων.  Η ράχη και το τριχωτό της κεφαλής παραμένουν συνήθως ελεύθερα βλαβών.

Πώς γίνεται η διάγνωση της ψώρας;

Η διάγνωση της ψώρας μπαίνει από το ιστορικό και την κατανομή του εξανθήματος. Ο δερματολόγος θα πρέπει να υποψιαστεί τη διάγνωση, όταν οι ασθενείς παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Διάχυτος και βασανιστικός κνησμός, που ξυπνά τον ασθενή κατά τη νύχτα και τριχωτό κεφαλής ελεύθερο βλαβών
  • Κνιδωτικό εξάνθημα με χαρακτηριστικές βλάβες και κατανομή
  • Άλλα άτομα της οικογένειας με παρόμοια συμπτώματα

Ποια είναι η θεραπεία της ψώρας;

Αρκετές είναι σήμερα οι διαθέσιμες τοπικές θεραπείες για την αντιμετώπιση της ψώρας: θείο, βενζοϊκό βενζύλιο, μαλάθειο, πυρεθρίνες, ενώ ως ανακουφιστικά για τον κνησμό λειτουργούν τα αντιισταμινικά.

Βασικές οδηγίες για επιτυχή θεραπεία της ψώρας

  • Όπως ειπώθηκε, η μετάδοση της ψώρας πραγματοποιείται με άμεση επαφή. Συνεπώς είναι συνήθης σύσταση και τακτική να θεραπεύονται ταυτόχρονα με το προσβεβλημένο άτομο και όλοι όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του, για να αποφευχθεί ένας φαύλος κύκλος μετάδοσης και επαναλοίμωξης.
  • Αντικείμενα, που χρησιμοποιήθηκαν τις τελευταίες μέρες πριν την έναρξη της θεραπείας, καλό είναι να πλένονται με ζεστό νερό ή να κλείνονται αεροστεγώς για 3 ημέρες σε πλαστική σακούλα.
  • Η επάλειψη του φαρμάκου πρέπει να γίνεται ομοιόμορφα από το λαιμό και κάτω, χωρίς να μένει ακάλυπτη περιοχή. Το φάρμακο απομακρύνεται μετά από 8 ώρες.
  • Επειδή τα μέχρι τώρα γνωστά φάρμακα δεν είναι ωοκτόνα, η θεραπεία επαναλαμβάνεται μετά από 8-10 ημέρες.
Επιστροφή