Τμήματα

Η ατοπική δερματίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης κατάσταση του δέρματος, που φαίνεται να σχετίζεται με γενετική ανωμαλία των πρωτεϊνών, που συνθέτουν και ενισχύουν τον επιδερμιδικό φραγμό. Ο όρος ατοπία (εκτός τόπου) περιγράφει μια ομάδα διαταραχών, όπως έκζεμα, άσθμα και αλλεργική ρινίτιδα.

Το έκζεμα συνήθως αναφέρεται στη μορφή της ατοπικής δερματίτιδας. Παρ ‘ όλα αυτά, οι έννοιες δερματίτιδα και έκζεμα συχνά χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση μεταξύ τους

Επιδημιολογία: Η ατοπική δερματίτιδα προσβάλει ένα ποσοστό, που κυμαίνεται από 5-20% των παιδιών παγκοσμίως.

Συχνές ερωτήσεις για την ατοπική δερματίτιδα:

Πού οφείλεται η ατοπική δερματίτιδα;

Ενυδάτωση της επιδερμίδας: Η ενυδάτωση της επιδερμίδας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διατήρηση ανέπαφου επιδερμιδικού φραγμού και η κερατίνη στιβάδα παίζει το σημαντικότερο ρόλο στην απορρόφηση ύδατος. Αυτό επιτελείται από έναν φυσικό  παράγοντα αυτής, ο οποίος απαρτίζεται από πολλά μόρια, όπως αμινοξέα, που προέρχονται από τη διάσπαση της επιδερμιδικής φιλαγγρίνης, ουρία και ηλεκτρολύτες. Η κερατίνη στιβάδα εμποδίζει επίσης την απώλεια ύδατος μέσω ενός εξωκυττάριου λιπιδικού φραγμού, που αποτελείται από χοληστερόλη, ελεύθερα λιπαρά οξέα και κεραμίδια (σφιγγολιπίδια).

Ανωμαλίες της φιλαγγρίνης, των επιδερμιδικών λιπιδίων ή άλλων δομικών στοιχείων της κερατίνης στιβάδας οδηγούν σε διαταραχή του επιδερμιδικού φραγμού, και επακόλουθη μείωση ύδατος στην επιδερμίδα. Αυξημένη διαδερμική απώλεια ύδατος παρατηρείται σε άτομα με ατοπική δερματίτιδα.

Οι διαταραχές του επιδερμιδικού φραγμού, που  οδηγούν σε αυξημένη απώλεια ύδατος είναι υπεύθυνες για τις κλινικές εκδηλώσεις της ατοπικής δερματίτιδας. Η ξηρότητα και ο έντονος κνησμός αποτελούν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της. Ο τραυματισμός του δέρματος, απότοκος του ξεσμού, οδηγεί στην απελευθέρωση προ-φλεγμονωδών μεσολαβητικών παραγόντων και ενεργοποίηση του μηχανισμού της φλεγμονής, που επιτείνει ακόμη περισσότερο τον κνησμό. Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι υπεύθυνος για την επιμονή των συμπτωμάτων.

Πώς εκληλώνεται η ατοπική δερματίτιδα

Η ατοπική δερματίτιδα εμφανίζεται τον πρώτο χρόνο της ζωής στο 60% των περιπτώσεων και μέχρι την ηλικία των 5 ετών στο 85%, ενώ στο 40% των περιπτώσεων υποχωρεί εντελώς στην παιδική ηλικία.

Διακρίνονται 3 κλινικές μορφές της νόσου, ανάλογα με την ηλικία: η βρεφική (βρέφος έως 2 ετών), της παιδικής ηλικίας (2-12 ετών) και των ενηλίκων (από 12 ετών και άνω).

Στο έκζεμα της βρεφικής ηλικίας είναι παρούσες κνησμώδεις, κόκκινου χρώματος και λεπιδώδεις βλάβες στις εκτατικές επιφάνειες (άνω και κάτω άκρων),  στις παρειές και στο τριχωτό της κεφαλής. Οι οξείες βλάβες περιλαμβάνουν φυσαλίδες με έντονη ορώδη έκκριση και εφελκίδες.

Το έκζεμα της παιδικής ηλικίας χαρακτηρίζεται από μικρότερη ορώδη έκκριση και συνήθως από λειχηνοποιημένες πλάκες στις καμπτικές επιφάνειες.

Το έκζεμα των ενηλίκων είναι περισσότερο εντοπισμένο, με λειχηνοποιημένες πλάκες και κατανομή παρόμοια με αυτή του προηγούμενου σταδίου. Χαρακτηρίζεται από λέπτυνση της επιδερμίδας, εξεσημασμένη λειχηνοποίηση, εφελκιδες και ινώδεις βλατίδες. Η παρουσία φλυκταινιδίων επάνω στις βλάβες πρέπει να θέτει την υποψία δευτεροπαθούς επιμόλυνσης  από σταφυλόκοκκο.

Πώς διαγιγνώσκεται η ατοπική δερματίτιδα;

Η διάγνωση τίθεται από τη χαρακτηριστική κλινική εικόνα. Θα πρέπει να είναι παρόν το μείζον κριτήριο και τουλάχιστον 3 ή περισσότερα από τα παρακάτω ελάσσονα για την κλινική διάγνωση της ατοπικής δερματίτιδας:

Μείζον κριτήριο:

  • Παρουσία έντονου κνησμού

Ελάσσονα κριτήρια:

  • Συμμετοχή στις βλάβες των δερματικών πτυχών, όπως ο λαιμός.
  • Παρουσία γενικά ξηρότητας στο δέρμα
  • Έναρξη συμπτωμάτων από την πρώιμη παιδική ηλικία
  • Συμμετοχή στις βλάβες καμπτικών επιφανειών

Θεραπεύεται η ατοπική δερματίτιδα;

Η ατοπική δερματίτιδα αποτελεί, όπως ειπώθηκε, χρόνιο νόσημα και δεν έχει οριστική ίαση, αλλά παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις. Η γενική θεραπευτική προσέγγιση της ατοπικής δερματίτιδας περιλαμβάνει: α) περιορισμό των παραγόντων που την επιδεινώνουν,  β) ενυδάτωση και γ) έλεγχο του κνησμού.

Α) Περιορισμός εκλυτικών παραγόντων: Τέτοιοι παράγοντες είναι η μεγάλη συχνότητα λουτρού καθαριότητας, η συναισθηματική φόρτιση, περιβάλλον ξηρό με μειωμένη υγρασία, στεγνό δέρμα και η χρήση αντισηπτικών και άλλων τέτοιου είδους διαλυμάτων.

Υπάρχουν διφορούμενες απόψεις για το αν περιβαλλοντικά και τροφικά αλλεργιογόνα αποτελούν εκλυτικούς παράγοντες. Έχει αποδειχθείς πάντως, πως η αποφυγή των ακάρεων της σκόνης από ατοπικούς ασθενείς δε φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στον έλεγχο της νόσου τους.

 Β) Ενυδάτωση: Η εξάτμιση του νερού από την επιφάνεια της επιδερμίδας οδηγεί σε ξηρότητα. Συνεπώς, η ενυδάτωση αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τους ατοπικούς ασθενείς. Λοσιόν με πλούσια περιεκτικότητα σε νερό, δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικές λόγω εξάτμισης αυτού από την επιδερμίδα..  Αντίθετα, λεπτόρρευστες κρέμες (π.χ. ευσερίνη), που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε νερό, όπως και αλοιφές (όπως η βαζελίνη), που δεν περιέχουν καθόλου νερό, προστατεύουν καλύτερα και προλαμβάνουν την ξηρότητα.

Γ) Έλεγχος κνησμού: Ο έλεγχος του κνησμού, όπως και σε άλλες παθήσεις που χαρακτηρίζονται από αυτόν, επιτυγχάνεται με τη λήψη αντιισταμινικών από το στόμα.

Πέραν από τα συντηρητικά μέτρα χορηγούνται φάρμακα για την ατοπική δερματίτιδα;

Φαρμακευτικοί παράγοντες, τοπικοί ή συστηματικοί, χορηγούνται για μικρά χρονικά διαστήματα σε περιπτώσεις έξαρσης της νόσου με στόχο τον έλεγχό της.

Ποια φάρμακα χορηγούνται συνήθως για την ατοπική δερματίτιδα;

Α) Τοπικά κορτικοστεροειδή: Χαμηλής ισχύος τοπικά κορτικοστεροειδή, όπως η υδροκορτιζόνη, είναι αποτελεσματικά σε ασθενείς με ήπιες βλάβες. Μέτριας ισχύος τοπικά στεροειδή, όπως η τριαμκινολόνη είναι χρήσιμα σε πιο σοβαρή και εκτεταμένη νόσο, ενώ τα υψηλής ισχύος μπορούν να εφαρμοστούν  για λίγες μέρες από ασθενείς με οξείες εξάρσεις της νόσου και να αντικατασταθούν  έπειτα από χαμηλότερης ισχύος μέχρι υποχώρησης των βλαβών.

Η συχνότητα χρήσης τους μπορεί να ανέρχεται σε 1 ή περισσότερες φορές ημερησίως, αν και δεν έχει αποδειχθεί στατιστικά σημαντική επιπρόσθετη βελτίωση με την εφαρμογή τους πάνω από μία φορά μέσα στην ημέρα. Επιπλέον ενυδάτωση δεν απαιτείται, αν το τοπικό κορτικοστεροειδές έχει συνταγογραφηθεί σε μορφή αλοιφής.

Ισχυρά στεροειδή καλό είναι να αποφεύγονται σε πτυχές δέρματος και στο πρόσωπο. Παρ’ όλα αυτά περιορισμένη και βραχεία χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε θεαματική βελτίωση.

Β) Συστηματικά κορτικοστεροειδή: Σε εφήβους και ενήλικες μια οξεία έξαρση χρόνιας ατοπικής δερματίτιδας μπορεί επιτυχώς να αντιμετωπιστεί με βραχείας διάρκειας συστηματική χορήγηση γλυκοκορτικοειδών (όπως η πρεδνιζόνη). Αυτό δε συνίσταται για παιδιά και βρέφη.

Γ) Τοπικοί αναστολείς καλσινευρίνης: πρόκειται για ανοσοκατασταλτικές ουσίες (πιμεκρόλιμους και τακρόλιμους), που κυκλοφορούν με τη μορφή τοπικών σκευασμάτων και φαίνεται να είναι αποτελεσματικές στη θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας. Σε αντίθεση με τα γλυκοκορτικοειδή, δεν προκαλούν ατροφία δέρματος και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες αυτών και άρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε περιοχές όπως πρόσωπο, πτυχές δέρματος και λαιμό. Έχουν πάρει επίσης έγκριση για την εφαρμογή τους και στην παιδική ηλικία. Η συχνότητα εφαρμογής τους είναι 2 φορές ημερησίως τοπικά στις βλάβες.

Άλλες θεραπείες αποτελούν: Δ) η φωτοθεραπεία, η οποία στηρίζεται στη χρήση της υπεριώδους ακτινοβολίας με προηγηθείσα ευαισθητοποίηση με κάποια φωτοευαισθητοπιό ουσία και ενδείκνυται για τον έλεγχο σοβαρών μορφών ατοπικής δερματίτιδας, ανθιστάμενων σε άλλες θεραπείες και Ε) η χορήγηση κυκλοσπορίνης, ενός ισχυρού, συστηματικού αναστολέα καλσινευρίνης (ανοσοκατασταλτικό), με πολλές ανεπιθύμητες για τον οργανισμό ενέργειες. Σε ασθενείς, που λαμβάνουν θεραπεία με κυκλοσπορίνη απαιτείται έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και της κρεατινίνης ορού ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε περίπτωση παθολογικών τιμών αυτών διακοπή ή αναπροσαρμογή της δόσης του φαρμάκου. Οι ενδείξεις και εδώ είναι εκτεταμένη νόσος, που ανθίσταται σε όλες τις παραπάνω θεραπείες.

Η κοινή ακμή αποτελεί την πιο συχνή δερματολογική πάθηση στην εφηβεία και τη νεαρή ενήλικη ζωή. Εκτός από το δέρμα συνήθως επιβαρύνει και την ψυχοσύνθεση των νεαρών προσβεβλημένων ατόμων, έχοντας επιδράσεις στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή.

Η ακμή είναι μια φλεγμονή των τριχοσμηγματογόνων μονάδων συγκεκριμένων περιοχών του σώματος. Τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ακμής. Αυτοί θα πρέπει να αποτελούν και τους στόχους της εκάστοτε θεραπείας:

  • Η αυξημένη παραγωγή σμήγματος
  • Ο πολλαπλασιασμός του προπιονικού βακτηρίου της ακμής
  • Η φλεγμονή
  • Η διαταραχή της κερατινοποίησης του τριχοσμηγματικού θυλάκου

Η αυξημένη κερατινοποίηση του πόρου του τριχοσμηγματικού θυλάκου και τα συσσωρευμένα κερατινοκύτταρα οδηγούν σε απόφραξη του. Αυτό σε συνδυασμό με  την υπερπαραγωγή σμήγματος, που διεγείρεται από τα ανδρογόνα, οδηγεί στο σχηματισμό του μικροφαγέσωρα, που αποτελεί την πιο πρώιμη βλάβη της ακμής.

Λιπίδια, βακτήρια και εγκλωβισμένα κερατινοκύτταρα μετατρέπουν το μικροφαγέσωρα σε φαγέσωρα και έτσι δημιουργείται ένα άριστο περιβάλλον για την ανάπτυξη του προπιονικού βακτηρίου της ακμής. Η απόφραξη, διάταση και τελικά ρήξη του τριχοσμηγματικού πόρου έχει σαν αποτέλεσμα τη φλεγμονώδη απάντηση του οργανισμού και τελικά την εμφάνιση των βλαβών της ακμής: βλατίδων, φλυκταινιδίων, όζων, κύστεων.

ΦΑΓΕΣΩΡΙΚΗ ΑΚΜΗ

Συχνές ερωτήσεις σχετικά με την ακμή

Ποιες είναι οι συχνότερες θέσεις εντόπισης της ακμής;

Είναι περιοχές του σώματος, πλούσιες σε ορμονοευαίσθητους σμηγματογόνους αδένες όπως το πρόσωπο, ο λαιμός, ο θώρακας, το άνω τμήμα της ράχης, οι ώμοι και οι βραχίονες.

Ποιος είναι ο ρόλος της διατροφής και του άγχους στην ακμή

Ο ρόλος της διατροφής και του άγχους στην ακμή παραμένει αδιευκρίνιστος. Υπάρχουν μελέτες, που αποδεικνύουν τον επιβαρυντικό ρόλο του αποβουτυρωμένου γάλατος και των υψηλού γλυκαιμικού δείκτη διατροφικών προϊόντων. Είναι απαραίτητες όμως περαιτέρω έρευνες για να επιβεβαιωθεί η σχέση διατροφής και ακμής.

Θεραπεύεται η ακμή;

Παρ’ όλο που η ακμή δεν αποτελεί σήμερα δυσεπίλυτο πρόβλημα στη Δερματολογία, η ψυχολογική επίδραση της εμφάνισής της είναι πολλές φορές μεγάλη και μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος και κατάθλιψη. Αυτό καθιστά αναγκαία τη χορήγηση της κατάλληλης και πιο αποτελεσματικής θεραπείας, ανάλογης για κάθε περίπτωση.

Η θεραπεία της ακμής περιλαμβάνει σήμερα μια μεγάλη ποικιλία τοπικών και συστηματικών παραγόντων και επιλέγεται με βάση κάποια κλινικά χαρακτηριστικά.

Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες, όσον αφορά στο χρόνο, που απαιτείται για τη βελτίωση των βλαβών τους. Αρκεί να ειπωθεί πως ένας μικροφαγέσωρας χρειάζεται περίπου 8 βδομάδες, για να ωριμάσει. Συνεπώς η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται με υπομονή πέραν αυτού του διαστήματος, για να υπάρξουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Ποιες είναι οι τοπικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται στην ακμή;

Τοπική θεραπεία

Η επιλογή της μορφής του τοπικού σκευάσματος εξαρτάται από τον τύπο της επιδερμίδας του ασθενούς και την προτίμησή του. Οι γέλες είναι περισσότερο ξηραντικές, γι’ αυτό πρέπει να προτιμώνται σε ασθενείς με λιπαρό δέρμα. Οι κρέμες και οι λοσιόν προσφέρουν μεγαλύτερη ενυδάτωση.  Τα διαλύματα στεγνώνουν και αυτά αρκετά το δέρμα, αλλά είναι εύχρηστα σε βλάβες, που καλύπτουν μεγάλες επιφάνειες.

Α) Τα τοπικά ρετινοειδή, παράγωγα της βιταμίνης Α,  είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της φαγεσωρογόνου ακμής, χάρη στην ικανότητά τους να αποτρέπουν την υπερκεράτωση του τριχοσμηγματικού θυλάκου και να εμποδίζουν το σχηματισμό των φαγεσώρων. Συνεπώς, τα τοπικά ρετινοειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μονοθεραπεία σε άτομα με φαγεσωρογόνο ακμή. Βοηθούν επίσης και στη θεραπεία της φλεγμονώδους ακμής, χάρη στην εγγενή αντιφλεγμονώδη δράση τους. Το ρετινοϊκό οξύ (τρετινοίνη), η ανταπαλένη και η ταζαροτένη είναι κάποια από τα τοπικά ρετινοειδή. Εφαρμόζονται στις βλάβες μία φορά ημερησίως, κατά προτίμηση το βράδυ, λόγω της φωτοευαισθητοποιού δράσης τους.  Τα ρετινοειδή προκαλούν μείωση του πάχους της κερατίνης στιβάδας και ερεθισμό της επιδερμίδας, κάτι το οποίο καθιστά τους ασθενείς περισσότερο ευαίσθητους στην υπεριώδη ακτινοβολία. Γι’ αυτό συνίσταται η ταυτόχρονη χρήση αντηλιακών προϊόντων κατά την έκθεση στον ήλιο. Οι ανεπιθύμητες ενέργειές τους περιλαμβάνουν ερεθισμό, ξηρότητα και απολέπιση, παρατηρούμενα κυρίως κατά τον πρώτο μήνα της θεραπείας. Η χρήση των ρετινοειδών δε συνίσταται στη διάρκεια εγκυμοσύνης.

Β) Τα τοπικά αντιβιοτικά έχουν την ιδιότητα να μειώνουν το φορτίο του προπιονικού βακτηρίου της ακμής, που αποικίζει στο δέρμα, με στόχο τη μείωση της φλεγμονώδους απάντησης του οργανισμού. Τα πιο κοινά χρησιμοποιοποιούμενα τοπικά αντιβιοτικά είναι: ερυθρομυκίνη, κλινδαμυκίνη ενώ η σουλφακεταμίδη και η δαψόνη αποτελούν επιπρόσθετες  θεραπευτικές επιλογές.  Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, αν και δεν κατατάσσεται στις αντιβιοτικές ουσίες, έχει παρόμοια δράση με αυτές.

Γ) Ο συνδυασμός τοπικών θεραπειών με ρετινοειδές και αντιβιοτικό συνίσταται για ασθενείς με φλεγμονώδη ακμή, διότι έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο αποτελεσματικός. Επίσης συστήνεται ο συνδυασμός υπεροξειδίου του βενζοϋλίου με τοπικό ή συστηματικό αντιμικροβιακό παράγοντα, λόγω της ιδιότητας του πρώτου να μειώνει τη βακτηριακή αντοχή στα αντιβιοτικά.

Ποιες είναι οι συστηματικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται στην ακμή;

Ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή φλεγμονώδη ακμή απαιτούν περισσότερο επιθετική θεραπεία με συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών (αντιβιοτικά από το στόμα). Το ίδιο συμβαίνει και σε περιπτώσεις εκτεταμένης ακμής στον κορμό, όπου η επάλειψη οποιουδήποτε τοπικού σκευάσματος καθίσταται δυσχερής. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά είναι αυτά, που ανήκουν στην κατηγορία των τετρακυκλινών και φαίνεται να έχουν αντιβακτηριακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Τα συστηματικά αντιβιοτικά πρέπει να συνταγογραφούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου δε θα ξεπερνά τους 6 μήνες. Η βακτηριακή αντοχή στα αντιβιοτικά έχει αυξηθεί σημαντικά σε ασθενείς με ακμή και αυτό λόγω της αλόγιστης χρήσης τους, πριν εξαντληθούν οι επιλογές της τοπικής θεραπείας.

Τα ανδρογόνα, όπως προαναφέρθηκε, διεγείρουν την παραγωγή σμήγματος, το οποίο συμβάλλει στο σχηματισμό ακμής. Η ορμονική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει γυναίκες με μέτρια ή και σοβαρή ακμή ακόμα και σε απουσία υπερανδρογοναιμίας.

Η από του στόματος χορήγηση ισοτρετινοίνης, ενός ρετινοειδούς, μειώνει την παραγωγή σμήγματος και τον εποικισμό του προπιονικού βακτηρίου της ακμής και ομαλοποιεί την κερατινοποίηση του τριχοσμηγματικού θυλάκου. Το φάρμακο αυτό, λόγω των πολλών ανεπιθύμητων ενεργειών, αποτελεί επιλογή μονοθεραπείας μόνο σε ασθενείς με σοβαρή, εμμένουσα, οζώδη ακμή. Η διάρκεια μιας τυπικής θεραπείας ανέρχεται συνήθως στις 20 βδομάδες. Η ισοτρετινοϊνη έχει τερατογόνες ιδιότητες και η λήψη της από γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας προϋποθέτει τη χρήση τουλάχιστον δύο τρόπων αντισύλληψης.

Ποιες άλλες συμπληρωματικές θεραπείες μπορούν να εφαρμοστούν στην ακμή; 

Συμπληρωματικές θεραπείες ακμής, όπως θεραπείες με laser (KTP Laser, Pulsed Dye Laser, παλμικό φως, φωτοδυναμική θεραπεία), χημικά πήλινγκ, δερμοαπόξεση ή και ενδοβλαβική έγχυση γλυκοκορτικοειδών ανήκουν επίσης στη θεραπευτική φαρέτρα της ακμής.

  • Πώς πρέπει να περιποιείται κάποιος που πάσχει από ακμή το πρόσωπό του;
  • Οι ασθενείς συνίσταται να χρησιμοποιούν ένα ήπιο συνθετικό καθαριστικό με αντισηπτικές ιδιότητες και να το ξεπλένουν με ζεστό νερό 2 φορές ημερησίως. Το pH αυτών των καθαριστικών προϊόντων θα πρέπει να είναι 5.5-7, δηλαδή πολύ κοντά σε αυτό του φυσιολογικού δέρματος. Το χαμηλό pH ελαχιστοποιεί τον ερεθισμό του δέρματος και την ξηρότητα.
  • Οι ασθενείς δεν πρέπει να τρίβουν επιθετικά το δέρμα τους. Ήπιο μασάζ με τα ακροδάχτυλα είναι επαρκές για καλό καθαρισμό του προσώπου. Ο επανειλημμένος μηχανικός τραυματισμός καθώς και η τριβή μπορούν να επιτείνουν τη φλεγμονή της ακμής και να οδηγήσουν σε εμφάνιση νέων βλαβών.
  • Λοσιόν, καλλυντικά προϊόντα προσώπου και μαλλιών, που έχουν σαν βασικό συστατικό το νερό είναι λιγότερο φαγεσωρογόνα από αυτά που είναι εμπλουτισμένα με λάδι.
  • Ο περιορισμός της κατανάλωσης αποβουτυρωμένου γάλακτος καθώς και προϊόντων με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (τροφές πλούσιες σε ζάχαρη) και υδατανθράκων παίζει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση των βλαβών της ακμής.
  • Οι ασθενείς δε συνίσταται να τοποθετούν τα δάχτυλα τους ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα επάνω στις βλάβες, γιατί υπάρχει κίνδυνος επιμόλυνσης αυτών και δημιουργίας ουλών.

Η θυλακίτιδα είναι μια επιφανειακή φλεγμονή του τριχικού θυλάκου, με παρουσία πυώδους υλικού στην επιδερμίδα.

Ο δοθιήνας είναι φλεγμονή του τριχικού θυλάκου, στην οποία πυώδες υλικό εκτείνεται κάτω από το χόριο, στον υποδόριο ιστό, με αποτέλεσμα το σχηματισμό αποστήματος.

Συχνές ερωτήσεις για τη θυλακίτιδα

Πώς γίνεται η διάγνωση της θυλακίτιδας;

Η διάγνωση της θυλακίτιδας τίθεται με βάση τα κλινικά χαρακτηριστικά της: εκδηλώνεται με μια ομάδα πολλαπλών, μικρών, ερυθηματωδών βλαβών, διαμέτρου μικρότερης από 5 mm. Το κέντρο των βλαβών χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινιδίων.

Ποια είναι η εντόπιση των βλαβών της θυλακίτιδας;

Όσον αφορά στην εντόπισή της, εμφανίζεται συχνά σε περιοχές επαναλαμβανόμενου ξυρίσματος, όπως η περιοχή του γενείου.

Ποια είναι η αιτία της θυλακίτιδας;

Ο πιο συχνός αιτιολογικός μικροβιακός παράγοντας είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ο οποίος ανήκει στη φυσιολογική χλωρίδα του δέρματος. Κάτω όμως υπό ορισμένες συνθήκες καθίσταται παθολογικός. Θυλακίτιδα μπορεί να προκληθεί επίσης από ψευδομονάδα, κλεμπσιέλλα, κολοβακτηρίδιο, εντεροβακτηριοειδή, κάντιντα, μύκητες κ.α.

Πώς θεραπεύεται η θυλακίτιδα;

Οι βλάβες συνήθως υποχωρούν με ή χωρίς παροχέτευση. Εάν είναι εφικτό, μπορούν να εφαρμοστούν τοπικά ζεστές κομπρέσες 3 φορές ημερησίως. Επίσης, το ξύρισμα καλό είναι να αποφεύγεται στις πάσχουσες περιοχές. Εάν το εξάνθημα επιμένει, τοπικοί αντιβιοτικοί παράγοντες, όπως η μουπιροσίνη, εφαρμόζονται τοπικά. Τοπικά αντιμυκητιασικά σκευάσματα χορηγούνται σε περίπτωση που η θυλακίτιδα οφείλεται σε κάποιον μύκητα.

Η ροδόχρους νόσος αποτελεί ένα φλεγμονώδες δερματολογικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως παροδικό ερύθημα προσώπου και ένα φάσμα κλινικών σημείων που περιλαμβάνει ερύθημα, τηλεαγγειεκτασίες, τραχύτητα στο δέρμα και φλεγμονώδες βλατιδοφλυκταινώδες εξάνθημα. Δεδομένα για την ακριβή επίπτωση της νόσου δεν υπάρχουν. Παρ’ όλα αυτά η ροδόχρους νόσος είναι ένα κοινό νόσημα, συχνότερο σε ανοιχτόχρωμους Ευρωπαίους και Κέλτικης καταγωγής ανθρώπους.

Συχνές ερωτήσεις σχετικά με τη ροδόχρου νόσο;

Πού οφείλεται η ροδόχρους νόσος;

Η αιτιολογία της ροδοχρόου νόσου παραμένει άγνωστη. Παρ’ όλα αυτά πολλοί παράγοντες ενοχοποιούνται για την παθογένεια της νόσου όπως αγγειακοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί, οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, αντιμικροβιακά πεπτίδια.

Ποιοι είναι οι τύποι της ροδοχρόου νόσου;

Ανάλογα με τη βαρύτητα η ροδόχρους νόσος περιλαμβάνει 4 τύπους:

  • Τον τηλεαγγειεκτασικό
  • Τον βλατιδοφλυκταινώδη
  • Τον φυματώδη
  • Τον οφθαλμικό

Εκτός από το δέρμα, ποιο άλλο όργανο προσβάλλει η ροδόχρους νόσος;

Όπως έχει ήδη αναφερθεί υπάρχει και ο οφθαλμικός τύπος της νόσου. Οι οφθαλμικές εκδηλώσεις μπορεί να προηγούνται των δερματικών βλαβών αλλά μπορεί και να εμφανίζονται ταυτόχρονα με αυτές. Ασθενής με ροδόχρου νόσο και συμπτώματα από τους οφθαλμούς όπως καύσος, κνησμός, δακρύρροια, αίσθημα άμμου στα μάτια, ερυθρότητα καλό είναι να εξετάζεται και οφθαλμολογικά.

Τι πρέπει να προσέχει κάποιος με ροδόχρου νόσο;

Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που δυνητικά επιδεινώνουν τη νόσο και καλό είναι να αποφεύγονται από τον ασθενή. Αυτοί είναι:

  • Υπεριώδης ακτινοβολία
  • Πολύ ζεστό ή πολύ κρύο περιβάλλον
  • Ζεστά ροφήματα
  • Καφεΐνη
  • Αλκοόλ
  • Σωματική άσκηση
  • Πικάντικο φαγητό
  • Συναισθηματικό stress

Όσον αφορά στη περιποίηση του προσώπου οι πάσχοντες από ροδόχρου νόσο είναι καλό να χρησιμοποιούν ήπια καθαριστικά προσώπου, πάντα αντηλιακή προστασία ενώ τα προϊόντα ενυδάτωσης θα πρέπει να ειδικά και σύμφωνα με τις συστάσεις του δερματολόγου τους.

Ποια είναι η πορεία της νόσου;

Στους περισσότερους η νόσος ακολουθεί μια χρόνια πορεία με υποτροπές. Η κατάσταση κυμαίνεται από ήπιες βλάβες μέχρι σοβαρό αισθητικό πρόβλημα. Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία επιτυγχάνεται μια σταθερή κατάσταση με ποικιλία στην υπολειμματική συμπτωματολογία.

Ασθενείς με ροδόχρου νόσο χρειάζεται να υποβληθούν σε κάποιον εργαστηριακό έλεγχο;

Όχι. Η νόσος διαγιγνώσκεται συνήθως κλινικά. Βιοψία γίνεται σε περίπτωση που υπάρχουν διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα.

Πώς αντιμετωπίζεται η ροδόχρους νόσος;

Είναι πολύ σημαντικό να ενημερώνονται οι ασθενείς ώστε να αποφεύγουν όλους τους εκλυτικούς παράγοντες της νόσου.

Επίσης είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους αντηλιακό ευρέος φάσματος.

Οι θεραπείες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της νόσου είναι:

Α) Aγγειακά laser: pulsed dye laser, KTP  laser, διοδικό laser. Χρησιμοποιούνται κυρίως για την αντιμετώπιση του ερυθήματος και των τηλεαγγειεκτασιών. Απαιτούνται 1-3 θεραπείες με μεσοδιάστημα 4-8 εβδομάδων για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

Β) Χειρουργικές μέθοδοι όπως: δερμοαπόξεση, laser CO2 ή άλλες χειρουργικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται στο ρινόφυμα, όπου υπάρχει υπερπλασία των σμηγματογόνων αδένων.

Γ) Τα τοπικά και συστηματικά αντιβιοτικά αποτελούν συνήθως την πρώτη γραμμή θεραπείας στη ροδόχρου νόσο. Άλλες  θεραπείες που δοκιμάζονται σε εμμένουσες περιπτώσεις είναι τοπικοί α-αγωνιστές, τοπικά ή και συστηματικά αντιπαρασιτικά σκευάσματα.

Η ψωρίαση αποτελεί μια συχνή, χρόνια δερματοπάθεια, η οποία τυπικά χαρακτηρίζεται από ερυθηματώδεις κηλίδες και πλάκες, που καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια. Οι περισσότερες περιπτώσεις ψωρίασης δεν είναι τόσο σοβαρές, ώστε να βλάψουν την υγεία του πάσχοντος.

Επιδημιολογία: Η συχνότητά της παγκοσμίως κυμαίνεται από 0.6-5%. Προσβάλλονται εξίσου άντρες και γυναίκες, ενώ εμφανίζεται κυρίως σε δύο διαφορετικές ηλικιακές περιόδους: η πρώτη αφορά νέα άτομα ηλικίας 20-30 ετών και η δεύτερη άτομα ηλικίας 50-60 ετών.

Συνήθεις ερωτήσεις που αφορούν στην ψωρίαση:

Ποιοι είναι οι εκλυτικοί παράγοντες για την εμφάνιση ψωρίασης;

Παρ’ όλο που η κληρονομική προδιάθεση παίζει σημαντικό ρόλο, πολλοί άλλοι περιβαλλοντικοί και μη παράγοντες συμβάλουν στην εμφάνιση της νόσου. Τέτοιοι παράγοντες είναι: οι λοιμώξεις, το ψυχικό stress, φυσικά τραύματα και φάρμακα (αντιυπερτασικά: β-blockers και α-ΜΕΑ, λίθιο (αντικαταθλιπτικό), ανθελονοσιακά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τερμπιναφίνη).

Ασθενείς με ψωρίαση παρουσιάζουν βελτίωση της κλινικής τους εικόνας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω της αυξημένης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία του ηλίου και λόγω της αυξημένης υγρασίας.

Το κάπνισμα και το αλκοόλ σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο ψωρίασης και αυξανόμενη σοβαρότητα εκδήλωσής της.

Ένας σημαντικός επίσης αριθμός παραγόντων, που καθορίζουν τον τρόπο ζωής ίσως να έχουν σχέση με την ψωρίαση. Σε ενήλικες και παιδιά η ψωρίαση έχει συσχετιστεί με την παχυσαρκία και τον αυξημένο δείκτη μάζας σώματος (BMI). Αυτό ερμηνεύεται από την αυξημένη συγκέντρωση προφλεγμονωδών κυτοκινών, συμπεριλαμβανομένου και του TNF-a, που ανευρίσκονται σε ιστούς και στον ορό των παχύσαρκων ατόμων.

Ενώ παλαιότερα η ψωρίαση αποδίδονταν κυρίως σε αύξηση του πολλαπλασιασμού των κερατινοκυττάρων, πρόσφατα έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί μια εκδήλωση διαταραχής του ανοσιακού συστήματος του οργανισμού.

Πώς εκδηλώνεται κλινικά η ψωρίαση;

Η ψωρίαση συνήθως είναι εύκολο να διαγνωστεί κλινικά. Μη τυπικές ή μη κλασικές όμως μορφές μπορεί να είναι δύσκολο να αναγνωριστούν και να θεραπευτούν.

Ποιες είναι οι μορφές της ψωρίασης;

  • Κατά πλάκας ψωρίαση
  • Σταγονοειδής ψωρίαση
  • Φλυκταινώδης ψωρίαση
  • Ανάστροφη ψωρίαση
  • Ψωρίαση ονύχων
  • Ψωριασική ερυθροδερμία

Τι είναι η κατά πλάκας ψωρίαση;

Η κατά πλάκας ψωρίαση είναι ο πιο συχνός τύπος, με συχνότητα 80% όλων των περιπτώσεων ψωρίασης σε ενήλικες και 75% σε παιδιά.

Η κλινική εικόνα συνίσταται σε ερυθηματώδεις, σαφώς αφοριζόμενες και ελαφρώς επηρμένες πλάκες, οι οποίες καλύπτονται από λεπτά αργυρόχροα λέπια. Οι βλάβες κατανέμονται συμμετρικά στο τριχωτό της κεφαλής, στην εκτατική επιφάνεια των αγκώνων, στα γόνατα και στη ράχη. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 1-10cm. Συνήθως είναι συμπτωματικές ή παρουσιάζουν ήπιο κνησμό. Ενδελεχής κλινικός έλεγχος μπορεί να αποκαλύψει βοθρία στους όνυχες ή συμμετοχή των παρατριμματικών περιοχών, όπως η μεσογλουτιαία σχισμή και η περιομφαλική χώρα. Η ψωρίαση μπορεί επίσης να προσβάλει τον έξω ακουστικό πόρο με ερυθρότητα και απολέπιση.

Τι είναι η σταγονοειδής ψωρίαση:

Η σταγονοειδής ψωρίαση αναφέρεται σε μια αιφνίδια εμφάνιση πολλαπλών, μικρών ψωριασικών βλαβών, διαμέτρου μικρότερης από 1cm, που αρχικά προσβάλουν τον κορμό. Παρατηρούνται συνήθως σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες μετά από οξεία στρεπτοκοκκική λοίμωξη, συνηθέστερα φαρυγγίτιδα, χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψωρίασης.

Τι είναι ανάστροφη ψωρίαση;

Αναφέρεται σε παρουσία ψωριασικών βλαβών σε  παρατριμματικές περιοχές, όπως στη βουβωνική χώρα, περίνεο, γεννητική περιοχή, μεσογλουτιαία σχισμή, μασχάλες και υπομαζική χώρα. Ονομάζεται ανάστροφη, διότι δεν παρουσιάζει την τυπική κατανομή στις εκτατικές επιφάνειες, όπως συμβαίνει συνήθως. Αυτός ο τύπος μπορεί εύκολα να διαγνωστεί λανθασμένα ως μυκητιασική ή βακτηριακή λοίμωξη, ειδικά αν απουσιάζουν τα λέπια.

Τι είναι η φλυκταινώδης ψωρίαση;

Η φλυκταινώδης ψωρίαση μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή μορφή ψωρίασης, απειλητική για τη ζωή του ασθενούς. Η οξεία εμφάνιση διάχυτου ερυθήματος, απολέπισης και επιφανειακών φλυκταινιδίων με διαβρώσεις αποτελεί την πιο σοβαρή ποικιλία φλυκταινώδους ψωρίασης. Πιθανά συνοδά συμπτώματα είναι: πυρετός, κακουχία, διάρροια, λευκοκυττάρωση και υποκαλιαιμία.

Τι είναι η ψωριασικής ερυθροδερμία;

Αποτελεί σπάνια μορφή ψωρίασης, μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια και χαρακτηρίζεται από γενικευμένο ερύθημα και απολέπιση. Οι ασθενείς κινδυνεύουν από επιπλοκές, αποτέλεσμα διαταραχής του επιδερμιδικού φραγμού, όπως λοιμώξεις και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.

Η ψωρίαση είναι πάθηση που προσβάλλει μόνο το δέρμα;

  • Ψωρίαση και οφθαλμοί: Διαταραχές των οφθαλμών, όπως βλεφαρίτιδα, επιπεφυκίτιδα, ξηρότητα, διαταραχές κερατοειδούς και ραγοειδίτιδα εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με ψωρίαση.
  • Ψωρίαση και νύχια: Υπολογίζεται ότι αλλοιώσεις στα νύχια εμφανίζονται σε πάνω από τους μισούς πάσχοντες από ψωρίαση και μπορεί να αποτελούν τη μοναδική εκδήλωση της νόσου. Οι κλινικές εκδηλώσεις εξαρτώνται από την προσβολή της μήτρας (εκδηλώνεται με βοθρία στην επιφάνεια της ονυχιαίας πλάκας) ή της κοίτης (κιτρινοπράσινη δυσχρωμική κηλίδα-κηλίδα ελαίου) των ονύχων.
  • Ψωρίαση και αρθρώσεις: Ένας αριθμός επίσης πασχόντων αναπτύσσουν ψωριασική αρθρίτιδα.

 Πώς διαγιγνώσκεται η ψωρίαση;

Η διάγνωση της ψωρίασης τίθεται συνήθως από το ιστορικό και την κλινική εικόνα του ασθενούς. Σπάνια χρειάζεται βιοψία δέρματος προς αποκλεισμό άλλων παθήσεων. Δεν υπάρχουν ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις για την επιβεβαίωση ή τον αποκλεισμό της ψωρίασης.

 Πώς μπορεί να επηρεάσει η ψωρίαση την ψυχολογία του ασθενούς;

Η ψωρίαση μπορεί να αποτελέσει έναν επιβαρυντικό παράγοντα για την ψυχολογία του ασθενούς και να οδηγήσει σε καταστάσεις χαμηλής αυτοεκτίμησης ή και κατάθλιψης. Ο θεράπων δερματολόγος πρέπει να αφιερώνει χρόνο στον ασθενή του και να διαψεύδει την εντύπωση, πως η ψωρίαση αποτελεί μια αποκρουστική και μεταδοτική νόσο.

Πώς επιλέγεται η θεραπεία στην ψωρίαση;

Το βασικό δίλλημα, που τίθεται πάντα στη θεραπεία της ψωρίασης, είναι η επιλογή ανάμεσα στη συστηματική και την τοπική. Παρ’ όλα αυτά η λήψη συστηματικής αγωγής δεν αποκλείει την ανάγκη ταυτόχρονης χορήγησης τοπικών σκευασμάτων. Η τοπική θεραπεία παρέχει συμπτωματική ανακούφιση, και ελαχιστοποιεί τις απαιτούμενες δόσεις της συστηματικής αγωγής.

Γι αυτό το λόγο, πριν το σχεδιασμό της προτεινόμενης θεραπείας, πρέπει οι ασθενείς να κατηγοριοποιούνται, ανάλογα με τη σοβαρότητα, σε δύο ομάδες: αυτούς με ήπια έως μέτρια μορφή ψωρίασης και αυτούς με μέτρια έως σοβαρή μορφή. Ασθενείς της πρώτης κατηγορίας μπορούν να ελεγχθούν συνήθως με τοπικά σκευάσματα ενώ αυτοί της δεύτερης απαιτούν συστηματική αγωγή. Η εντόπιση της νόσου και  η παρουσία ή μη ψωριασικής αρθρίτιδας είναι επίσης καθοριστικά για την επιλογή. Η ψωρίαση για παράδειγμα προσώπου, παλαμών και πελμάτων, που επηρεάζει τις δραστηριότητες και την κοινωνική ζωή του ατόμου ίσως χρειαστούν πιο επιθετικά θεραπευτικά σχήματα.

Μέτρια έως σοβαρή χαρακτηρίζεται η ψωρίαση, που καταλαμβάνει περισσότερο από 5-10% της επιφάνειας του ανθρώπινου σώματος (η παλάμη του ενός χεριού ισοδυναμεί με 1% της επιφάνειας του ανθρώπινου σώματος) ή εντοπίζεται στο πρόσωπο, στα πέλματα ή στις παλάμες.

Ποια τοπικά σκευάσματα είναι διαθέσιμα για τη θεραπεία της ψωρίασης;

Α) Μαλακτικά: Η ενυδάτωση και η χρήση μαλακτικών σκευασμάτων μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην αντιψωριασική αγωγή, καθώς διατηρώντας το δέρμα μαλακό και ενυδατωμένο περιορίζονται τα συμπτώματα του κνησμού και της τάσης.

Β) Κορτικοστεροειδή: Τα τοπικά κορτικοστεροειδή παραμένουν στην πρώτη γραμμή επιλογής της τοπικής αντιψωριασικής θεραπείας, παρά την προσθήκη νέων παραγόντων στη θεραπευτική φαρέτρα. Δρουν περιορίζοντας τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, κατά της φλεγμονής και καταστέλλοντας το ανοσιακό σύστημα. Η εφαρμογή τους γίνεται συνήθως δύο φορές ημερησίως. Οι περισσότεροι ασθενείς δείχνουν γρήγορη ανταπόκριση με σημαντικό περιορισμό της φλεγμονής, αλλά η διάρκεια πλήρους ύφεσης των βλαβών δεν μπορεί να προσδιοριστεί.

Γ) Τοπικά ανάλογα της βιταμίνης D: Περιλαμβάνουν την καλσιποτριόλη και την καλσιτριόλη. Παρ’ όλο που αυτές οι ουσίες είναι αποτελεσματικές ως μονοθεραπεία για πολλούς ασθενείς, μια συστηματική ανασκόπηση κατέδειξε πιο αποτελεσματικό το συνδυασμό τους με κάποιο τοπικό κορτικοστεροειδές.

Δ) Πίσσα: Ο τρόπος δράσης της πίσσας στην ψωρίαση δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένος. Μία γνωστή ιδιότητά της είναι η αναστολή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Η πίσσα είναι διαθέσιμη στο εμπόριο με τη μορφή σαμπουάν, κρεμών, λοσιόν, αλοιφών, τα οποία εφαρμόζονται μια φορά ημερησίως. Το μειονέκτημά τους συνίσταται στη δυσάρεστη μυρωδιά και στην ιδιότητά τους να λεκιάζουν.

Ε) Ταζαροτένη: Η ταζαροτένη είναι τοπικό ρετινοειδές, ασφαλές και αποτελεσματικό στην τοπική θεραπεία  της ψωρίασης.

ΣΤ) Αναστολείς καλσινευρίνης: Το πιμεκρόλιμους και το τακρόλιμους ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία και είναι αποτελεσματικά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πρόσωπο και σε παρατριμματικές περιοχές, στις οποίες καλό είναι να αποφεύγονται τα τοπικά κορτικοστεροειδή.

Βοηθά η υπεριώδης ακτινοβολία στην ψωρίαση;

Η υπεριώδης ακτινοβολία έχει αναγνωριστεί ως βοηθητικός παράγοντας στην ύφεση των ψωριασικών βλαβών. Αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι ασθενείς με ψωρίαση παρουσιάζουν βελτίωση τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο τρόπος δράσης της έγκειται στην αναστολή της κερατινοποίησης και στις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες τους. Πριν την επιλογή αυτής της θεραπείας, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι κίνδυνοι, που αυτή ενέχει, όπως η φωτογήρανση και η αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης δερματικής κακοήθειας.

Ποιες είναι οι συστηματικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται στην ψωρίαση;

Επιλογές στη συστηματική θεραπεία αποτελούν τα ανοσοκατασταλτικά ή ανοσορρυθμιστικά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη και η κυκλοσπορίνη και οι βιολογικοί παράγοντες. Τα συστηματικά ρετινοειδή, τα οποία βελτιώνουν την ψωρίαση μέσω της δράσης τους στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και διαφοροποίηση, όπως και στην ανασορρύθμιση, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία της ψωρίασης.

Α) Μεθοτρεξάτη: Η μεθοτρεξάτη, ανταγωνιστής του φολικού οξέος, έχει χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στη θεραπεία της ψωρίασης για πάνω από 30 χρόνια. Είναι επίσης αποτελεσματική στη θεραπεία της ψωριασικής αρθρίτιδας και της ψωριασικής ονυχίας. Οι αρχικές σκέψεις γύρω από το μηχανισμό δράσης της επικεντρώθηκαν στην ικανότητα αναστολής σύνθεσης του DNA στα κύτταρα της επιδερμίδας. Πρόσφατες όμως έρευνες υποστηρίζουν το ενδεχόμενο της ανοσοκατασταλτικής της δράσης. Συνήθως χορηγείται από το στόμα, ενδοφλέβια, ενδομυϊκά ή υποδόρια σε διακοπτόμενο σχήμα: χαμηλή δόση μια φορά εβδομαδιαίως. Σε αντίθεση με την κυκλοσπορίνη, η οποία μπορεί να χορηγηθεί για μικρά χρονικά διαστήματα, η μεθοτρεξάτη μπορεί να χορηγηθεί για μακράς διάρκειας περιόδους.

Β) Ρετινοειδή: Τα συστηματικά ρετινοειδή (παράγωγα της βιταμίνης D) ενδείκνυνται σε ασθενείς με βαριά ψωρίαση, όπως η φλυκατινώδης μορφή και η ψωριασική ερυθροδερμία.

Ο έλεγχος για υπετριγλυκεριδαιμία και ηπατοτοξικότητα είναι απαραίτητος σε ασθενείς που λαμβάνουν συστηματικά ρετινοειδή. Επίσης μπορούν να προκαλέσουν αλωπεκία και χειλίτιδα και έχουν τερατογόνο δράση. Γι’ αυτό η εγκυμοσύνη αντενδείκνυται έως και 3 χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπείας.

Γ)  καλσινευρίνης: Σε αυτούς ανήκει η κυκλοσπορίνη, που χρησιμοποιείται  σε ασθενείς με σοβαρή ψωρίαση. Η θεραπεία με κυκλοσπορίνη επιβάλλει τακτικό έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας και της αρτηριακής πίεσης.

Δ) Βιολογικοί παράγοντες: Έτσι ονομάζονται φάρμακα, που παράγονται με τεχνικές μοριακής γενετικής και είναι αντισώματα ή ουσίες του οργανισμού, που τροποποιούν την ανοσολογική απάντηση αυτού. Ήρθαν να καλύψουν την ανάγκη για μια εκλεκτική συστηματική θεραπεία καθώς και την ανάγκη για συνεχή θεραπεία μακρύτερης διάρκειας, με στόχο τη συμμόρφωση του ασθενούς και την καλύτερη κλινική απάντηση. Oι περισσότεροι διαθέσιμοι βιολογικοί παράγοντες ενδείκνυνται σε ασθενείς άνω των 18 ετών, με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση, που καλύπτει πάνω από το 10% της επιφάνειας σώματος, καθώς και σε αυτούς που είναι ανθεκτικοί ή έχουν αντένδειξη για άλλη συστηματική θεραπεία. Υπάρχουν επαρκείς και σαφείς ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα αυτών των νέων συστηματικών θεραπειών. Μειονέκτημα αυτών αποτελεί το υψηλό τους κόστος.

Ο ομαλός λειχήνας είναι μια κνησμώδης δερματοπάθεια, η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες, στίλβουσες, πολυγωνικές, ερυθροϊώδεις βλατίδες. Η ακριβής αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη. Πρόκειται για μια κυτταρικού τύπου ανοσιακή απάντηση του οργανισμού σε κάποιο ξένο αντιγόνο. Σχετίζεται με ηπατίτιδα C ή συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως: γυροειδή αλωπεκία, λεύκη, δερματομυοσίτιδα, ελκώδη κολίτιδα, μυασθένεια gravis.

Συχνές ερωτήσεις για τον ομαλό λειχήνα:

Ποια η συχνότητα και σε ποιες ηλικίες εμαφνίζεται συχνότερα ο ομαλός λειχήνας;

Η συχνότητα εμφάνισης του ομαλού λειχήνα ανέρχεται σε 1% των δερματολογικών ασθενών. Περισσότεροι από τα 2/3 των ασθενών είναι ηλικίας 30-60 ετών. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία.

Πώς εκδηλώνεται ο ομαλός λειχήνας;

Χαρακτηρίζεται από ιώδεις και στίλβουσες βλατίδες αρχικά αναπτυσσόμενες στις καμπτικές επιφάνειες των άκρων με γενίκευση και επέκταση του εξανθήματος μετά από μια βδομάδα. Η έξαρση του εξανθήματος παρατηρείται 2-6 βδομάδες μετά την αρχική έκθυση των βλαβών.

Ποιες άλλες δομές προσβάλλει ο ομαλός λειχήνας εκτός από το δέρμα;

Α) Τους βλεννογόνους: η προσβολή των βλεννογόνων είναι πολύ συχνή και μπορεί να εμφανιστεί ως μοναδική εκδήλωση της νόσου, χωρίς να υπάρχει συμμετοχή του δέρματος. Οι βλάβες εντοπίζονται συνήθως στη γλώσσα και στο βλεννογόνο των παρειών. Χαρακτηρίζονται από λευκές ή γκρι γραμμές, οι οποίες σχηματίζουν ένα δίκτυο, υπό μορφή δαντέλας. Στο στοματικό βλεννογόνο κατηγοριοποιούνται σε δικτυωτές, λευκωπές πλάκες, βλατιδώδεις, διαβρωτικές και πομφολυγώδεις. Οι εξελκωμένες στοματικές αλλοιώσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής σε άντρες, αλλά ο κίνδυνος αυτός πρέπει να συνυπολογίζεται με άλλους παράγοντες, όπως το κάπνισμα. Βλάβες μπορούν να εντοπιστούν και στους επιπεφυκότες, στο λάρυγγα, στον οισοφάγο, στις αμυγδαλές, στην ουροδόχο κύστη, στο αιδοίο, στον κόλπο, κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα και γύρω από τον πρωκτό.

Β) Γεννητική περιοχή: Η προσβολή των γεννητικών οργάνων είναι επίσης συχνή στον ομαλό λειχήνα. Τυπικά οι άντρες αναπτύσσουν δακτυλιοειδείς βλάβες στη βάλανο του πέους. Στις γυναίκες οι βλάβες στο αιδοίο ποικίλουν από βλατίδες, που σχηματίζουν δίκτυο, μέχρι σοβαρές διαβρώσεις. Δυσπαρεύνια, αίσθημα καύσου και κνησμός είναι τα συνήθη συμπτώματα στο γυναικείο φύλο. Η στένωση του κόλπου και της ουρήθρας αποτελούν όχι σπάνιες επιπλοκές των βλαβών στη γεννητική περιοχή. Υπολογίζεται ότι μισές από τις γυναίκες με στοματικό ομαλό λειχήνα έχουν αδιάγνωστες αλλοιώσεις λειχήνα και στη γεννητική περιοχή.

Γ) Νύχια: Αλλοιώσεις ονύχων ανευρίσκονται στο 10% των ασθενών, που πάσχουν από ομαλό λειχήνα. Αυτές συνίστανται σε επιμήκεις γραμμώσεις και αύλακες, υπερμελάγχρωση, υπονύχια υπερκεράτωση, ονυχόλυση και επιμήκη μελανωνυχία.  Σπάνια η φλεγμονή μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή της μήτρα του όνυχος με επακόλουθο σχηματισμό πτερυγίου.

Δ) Τριχωτό κεφαλής: Οι δερματικές βλάβες μπορεί να συνοδεύονται από θυλακικές και περιθυλακικές αλλοιώσεις του τριχωτού της κεφαλής, οι οποίες είναι ιώδεις, λεπιδώδεις και κνησμώδεις βλατίδες. Αυτές μπορεί να οδηγήσουν προοδευτικά σε ατροφική, ουλωτική αλωπεκία.

Ποιες είναι οι ποικιλίες με τις οποίες εμφανίζεται ο ομαλός λειχήνας;

Α) Υπερτροφικός λειχήνας: αυτές οι βασανιστικά κνησμώδεις βλάβες εντοπίζονται συνήθως στην εκτατική επιφάνεια των κάτω άκρων, κυρίως γύρω από τα σφυρά. Οι υπερτροφικές αυτές αλλοιώσεις είναι συχνά χρόνιες και όταν τελικά υποχωρήσουν καταλείπουν μελάγχρωση και ουλές.

Β) Ατροφικός λειχήνας: χαρακτηρίζεται συνήθως από λίγες βλάβες, που απομένουν μετά την αποδρομή των δακτυλιοειδών ή των υπερτροφικών.

Γ) Διαβρωτικός/Ελκωτικός λειχήνας: αφορά κυρίως τους βλεννογόνους.

Δ) Θυλακικός λειχήνας: χαρακτηρίζεται από κεράτινες βλατίδες, που μπορεί να συνενώνονται σχηματίζοντας μεγαλύτερες πλάκες, προκαλώντας ουλωτική αλωπεκία. Η μορφή αυτή είναι συχνότερη στις γυναίκες απ’ ότι στους άντρες, ενώ είναι πιθανή η συνύπαρξη ονυχιαίων και βλεννογόνιων βλαβών.

Ε) Δακτυλιοειδής λειχήνας: παρουσία μόνο δακτυλιοειδών βλαβών στον ομαλό λειχήνα είναι κάτι αρκετά σπάνιο. Δακτυλιοειδείς βλάβες με ατροφία στο κέντρο μπορούν να εντοπιστούν στο βλεννογόνο των παρειών και στη γεννητική περιοχή των αντρών.

ΣΤ) Γραμμοειδής λειχήνας: μεμονωμένες γραμμοειδείς βλάβες εντοπίζονται συνήθως κατά μήκος ενός άκρου ή στον κορμό.

Ζ) Πομφολυγώδης λειχήνας: αυτές οι πομφολυγώδεις βλάβες αναπτύσσονται συνήθως στα κάτω άκρα ή στο στόμα σε έδαφος προϋπαρχουσών βλαβών ομαλού λειχήνα. Μια σπάνια κατάσταση, ο πεμφιγοειδής ομαλός λειχήνας, είναι ο συνδυασμός ομαλού λειχήνα και πομφολυγώδους πεμφιγοειδούς.

Η) Ακτινικός λειχήνας: εμφανίζεται σε τροπικές και υποτροπικές χώρες, όπως η Αφρική, η Μέση Ανατολή και η Ινδία. Αυτές οι ήπια κνησμώδεις βλάβες εμφανίζονται στα νύχια, στο τριχωτό της κεφαλής και σε φωτοεκτεθειμένα μέρη του σώματος. Χαρακτηρίζονται από πολυάριθμες πλάκες με μια υπομελαγχρωματική ζώνη, η οποία περιβάλλει ένα υπερμελαγχρωματικό κέντρο.

Τι συμπτώματα προκαλεί ο ομαλός λειχήνας;

Ο ομαλός λειχήνας είναι μια κνησμώδης δερματοπάθεια. Ο κνησμός παρουσιάζει διακυμάνσεις στη βαρύτητά του. Εξαρτάται από τον τύπο και την έκταση των βλαβών.

Οι στοματικές βλάβες μπορεί αν είναι συμπτωματικές ή να προκαλούν καύσο ή πόνο.

Ποια είναι η διάρκεια της νόσου;

Οι δερματικές βλάβες συνήθως υποχωρούν μέσα σε 6 μήνες (σε ποσοστό πάνω από το 50% των ασθενών) έως 18 μήνες ( σε ποσοστό 85% των ασθενών). Συνήθως επιμένουν και χρονίζουν βλάβες του στοματικού βλεννογόνου ή μεγάλες, δακτυλιοειδείς υπερτροφικές αλλοιώσεις.

Πώς διαγιγνώσκεται ο ομαλός λειχήνας;

Η υποψία της διάγνωσης τίθεται από την κλινική εικόνα και επιβεβαιώνεται με την ιστοπαθολογική εξέταση (βιοψία) και τον άμεσο ανοσοφθορισμό. O άμεσος ανοσοφθορισμός αποτελεί μια εργαστηριακή μέθοδο διάγνωσης αυτοάνοσων νοσημάτων. Στηρίζεται στην ανίχνευση αντιγόνων ύποπτου ιστού (που λαμβάνεται κατόπιν βιοψίας) με τη βοήθεια φθοριζόντων αντισωμάτων.

Ποια είναι η θεραπεία του ομαλού λειχήνα;

Ο ομαλός λειχήνας είναι μια αυτοπεριοριζόμενη πάθηση, που συνήθως υποχωρεί σε 8-12 μήνες. Οι ήπιες βλάβες μπορούν να ανταποκριθούν σε τοπικά κορτικοστεροειδή. Περισσότερο σοβαρές βλάβες, ειδικά αυτές του τριχωτού της κεφαλής, των ονύχων και των βλεννογόνων απαιτούν πιο επιθετική θεραπεία.

  • Δερματικός ομαλός λειχήνας: τοπικά κορτικοστεροειδή υπό τη μορφή κρεμών και αλοιφών αποτελούν την πρώτη επιλογή. Άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι η από του στόματος χορήγηση κορτικοστεροειδών και τα συστηματικά ρετινοειδή (ακιτρετίνη).
  • Ομαλός λειχήνας στοματικού βλεννογόνου: και σε αυτήν την περίπτωση τα τοπικά κορτικοστεροειδή βρίσκονται στην πρώτη γραμμή θεραπευτικής επιλογής. Τοπική και συστηματική χρήση κυκλοσπορίνης έχει επίσης δοκιμαστεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Νεότεροι αναστολείς καλσινευρίνης με τη μορφή τοπικής θεραπείας αντικαθιστούν σε πολλές περιπτώσεις την κυκλοσπορίνη υπό μορφή διαλύματος για τη θεραπεία του στοματικού λειχήνα. Άλλες επιλογές συνιστούν τα τοπικά ρετινοειδή.
  • Ασθενείς με εκτεταμένες βλάβες ομαλού λειχήνα μπορεί να ανταποκριθούν στην στενού ή ευρέως φάσματος UV-B φωτοθεραπεία. Η φωτοχημειοθεραπεία με το συνδυασμό ψωραλένης και UV-A ακτινοβολίας (PUVA) για 8 βδομάδες δίνει επίσης καλά θεραπευτικά αποτελέσματα. Πριν την επιλογή όμως αυτής πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και οι ανεπιθύμητες ενέργειες της, τόσο οι άμεσες ( ναυτία, έμετος, ξηρότητα δέρματος, έγκαυμα) όσο και οι απώτερες (φωτογήρανση, καταρράκτης, ανάπτυξη δερματικών καρκίνων) καθώς και η δυνητική ηπατοτοξικότητα της ψωραλένης.
Επιστροφή